-ΕΨΙΛΟΝ-

-ΕΨΙΛΟΝ-
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΔΙΠΛΟΥ ΕΨΙΛΟΝ-Το γράμμα Ε ως αριθμός συμβολίζεται με τον αριθμό 5. Τα 4 κοσμογονικά στοιχεία της Γής, του Αέρα, του Νερού και του Πυρ με την πεμπτουσία του Ουράνιου - Αιθέρα. Όλα τα παραπάνω συνθέτουν τον Άνθρωπο. Ομοίως γνωρίζουμε ότι το ιερό πεντάγραμμο (πεντάλφα) συμβολίζει τον άνθρωπο και παράλληλα τα 5 στοιχεία που τον αποτελούν κατά τους Πυθαγόρειους μύστες όπου το είχαν σαν ιερό σύμβολο.Τό Ε δηλώνει, τον Ενωτικό χαρακτήρα τού Τρισυπόστατου Θείου και γι' αυτό αφιερώθηκε, μαζί με τα ''Γνώθι σ’αυτόν'' καί ''Μηδέν Άγαν'', που είναι επίσης Ενωτικά παραγγέλματα - αφού δεν νοείται Ένωσης χωρίς την βαθιά, Νοητική γνώση τού Εγώ, αλλ' ούτε και προσέγγισης της με παραθλαστικές λειτουργίες υπερβολής- στον Θεό τού Φωτός και της Αρμονίας. Αυτό το στοιχείο της Ένωσης συνηγορεί προς την ονομασία ''Γάμος'', που έδωσαν στο Ε, οι Πυθαγόρειοι.ΠΥΘΙΑ. blogspot.gr-- -
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

Η καταγωγή της Πελασγικής Ελληνικής Φυλής, κατά τον Αριστοτέλη--Γράφει ο Αρχαιογνώμων--Η ΛΙΣΤΑ ΜΟΥ


Η καταγωγή της Πελασγικής Ελληνικής Φυλής, κατά τον Αριστοτέλη

Γράφει ο Αρχαιογνώμων

«Δεν προήρχοντο από το σπέρμα, αλλά αντιθέτως το σπέρμα προήλθε από αυτούς» .
(Αριστοτέλης: Μετά τα Φυσικά, 7,30)

«Είναι φυτά τ’ ουρανού οι Έλληνες, και όχι της γης, γιατί στον ουρανό Βρίσκονται οι ρίζες τους. Τους ανέθρεψε η Αθηνά«.
(Πλάτωνας Τίμαιος 23 d – e).




Για την δημιουργία και τη λειτουργία του κόσμου, ο Αριστοτέλης θεμελιώνει την δική του επιστημονική άποψη και υποστηρίζει το αιώνιον «γίγνεσθαι».

Δεν έχουμε το δικαίωμα να σκεφτόμαστε την ύλη χωρίς μορφή, ούτε τη μορφή χωρίς ύλη. Η σχέση ύλης – μορφής είναι άμεση. Η ύλη είναι τόσο αγέννητη όσο και η μορφή. Και τα δύο είναι αιώνια.

Ότι γεννιέται ήδη υπάρχει μέσα στο «γίγνεσθαι» και αποτελεί την λειτουργία από μία ύλη και μία μορφή να προκύπτει μία νέα ύλη και μία νέα μορφή. Το «γίγνεσθαι» δηλαδή η συμπαντική μηχανή, είναι η μετάβαση από μία δυνατότητα σε μία πραγματικότητα, μέσω της κίνησης.Όμως όλα αυτά είναι αιώνια.

Η «κινητική αρχή» δεν άρχισε ποτέ, είναι νόμος που υπάρχει από πάντα και έχει σαν ουσία της την καθαρή ενέργεια. Αυτή η «αρχή» είναι εντελώς άϋλη, απόλυτα καθαρή, ολοτελής και πλήρης στον έλεγχο της λειτουργίας του παντός. Αυτή είναι το απόλυτο Πνεύμα που ορίζει την ιδιότητα του Θεού.

Όμως, τι είναι αυτή η αιώνια ενέργεια της «κινητικής αρχής»; Είναι η καθαρή νόησις του εαυτού της. Ο Συμπαντικός «Νους» καταλαβαίνει τον εαυτό του, όταν η Θεότητα «στοχάζεται τον εαυτό της». Είναι «Νόησις Νοήσεως».

Ο Θεός μόνον, το θείον μπορεί να σκέφτεται, μόνον δηλαδή τον Εαυτό του. Ο κόσμος μόνον από το θείον προέρχεται και στο θείον ανήκει. Η ζωή κάθε μορφής ύλης είναι ενέργεια του πνεύματος και ο άνθρωπος είναι το μοναδικό έμψυχο ζώον της φύσεως που μετέχει, στο πνεύμα της δημιουργίας, είναι δηλαδή «μέτοχος Θεού».

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Πιο διαφωτιστικό για την εξωγήινη προέλευση του Έλληνα, αναφέρεται στην ουσία Ιχώρ. Για την ουσία Ιχώρ ( ή Ιγώρ), έχουμε αρκετές αναφορές από τους Έλληνες σοφούς- επιστήμονες, όπως τον Όμηρο και τον Πλάτωνα. Είναι η ουσία που κυκλοφορούσε στο αίμα των Ελλήνων Θεών και τους ξεχώριζε από τους κοινούς θνητούς ώστε να γράψει ο Όμηρος:

«ρέε δ’άμβροτον αίμα θεοίο, ιχώρ, οις περ τε ρέει μαχάρεσση θεοίσιν«
(Ιλιάς Ε 340 και Οδύσσεια 405).

Κατά τον Πλάτωνα: «Ο ιχώρ, το υγρόν, ο ορός του αίματος είναι απαλός, της μαύρης και οξείας χολής είναι δριμύς, όταν αναμειγνύεται ένεκα θερμότητος με αλμυρά συστατικά, τότε το ονομάζουμε οξύ φλέγμα»! (Πλάτων :Τίμαος,39,3)

Η άποψη πως το Ελληνικό γένος προέρχεται από άλλον πλανήτη δεν είναι καινούρια, αλλά έχει τις ρίζες της στους ένδοξους προγόνους μας, όπου κατά πολλούς ερευνητές είχαν αρκετά πιο προηγμένη τεχνολογία από αυτήν που κάποιοι θέλουν να πιστεύουμε.

Αναφορές για το γένος των Ελλήνων γίνονται από τον Αριστοτέλη, Πλάτων, Όμηρο αλλά και πολλούς ακόμη μέσα από τα κωδικοποιημένα για πολλούς κείμενά τους. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε πως με τον όρο Έλληνα δεν εννοούμε τον άνθρωπο όπου είναι γεννημένος στην Ελλάδα, καθώς ο Έλληνας είναι είδος.

Από την απώτερη αρχαιότητα, ο άνθρωπος κοίταζε τον ουράνιο θόλο και προσπαθούσε να μετρήσει τα αστέρια. Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο αριθμός των αστεριών είναι μεγάλος, αλλά όχι άπειρος, κι ένας παρατηρητής με οξύ μάτι μπορεί να μετρήσει το πολύ 25.000 άστρα, όταν οι ατμοσφαιρικές συνθήκες είναι καλές.

Η απεραντοσύνη όμως του ουρανού, ακόμη και κάτω από το φως της σύγχρονης γνώσης, είναι δεδομένη και πάντα προκαλούσε κι εξακολουθεί να προκαλεί δέος στον άνθρωπο. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε, η γνώση των άστρων και των αστερισμών και η επίκληση τους με συγκεκριμένα ονόματα, δημιουργεί στον άνθρωπο ένα αίσθημα ασφάλειας και ικανοποίησης.

Πολλά από τα ονόματα των αστεριών που χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα είναι ελληνικά. Και οι Έλληνες ήταν ίσως οι πρώτοι που έδωσαν ονόματα σε συστάδες αστεριών και δημιούργησαν καταλόγους αστέρων. Για αυτόν το λόγο μπορούμε να δηλώσουμε με βεβαιότητα πως η ιστορία της αστρονομίας άρχισε στην αρχαία Ελλάδα.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι κατά τη μυθολογία, ο Έλληνας θεός Ερμής ήταν ο πρώτος που παρατήρησε την τάξη στα πράγματα του ουρανού και υπολόγισε τη διάταξη των άστρων και τα διαστήματα των εποχών. Η πρώτη σαφής αναφορά για την έστω και στοιχειώδη γνώση των ονομάτων κάποιων άστρων και αστερισμών, προέρχεται από τον Όμηρο και συγκεκριμένα από τα επικά έργα του Ιλιάδα και Οδύσσεια, που γράφτηκαν τον 8ο π.Χ. αιώνα.

Στην Ιλιάδα, περιγράφοντας την ασπίδα του Αχιλλέα, ο Όμηρος κατονομάζει τις Πλειάδες, τις Υάδες, τον Ωρίωνα και τη Μεγάλη Άρκτο. Επίσης, παρομοιάζει την απαστράπτουσα περικεφαλαία και την ασπίδα του Διομήδη με το «φθινοπωρινό αστέρα», δηλαδή το Σείριο. Ο Σείριος, ως «κύων του Ωρίωνος» λόγω της θέσης του κοντά στον αστερισμό αυτό, χρησιμοποιείται και σε παρομοιώσεις που αφορούν τον Αχιλλέα και τον Έκτορα.

Στην Οδύσσεια, υπάρχουν αναφορές σε όλους τους παραπάνω αστέρες και αστερισμούς, π.χ. τον Βοώτη. Επίσης, σε αυτό το έπος συναντάμε και μια σαφέστατη αναφορά στις τροπές του Ήλιου «τροπαί η ελιοιο».

Από τις αναφορές λοιπόν του Ομήρου μπορούμε να συμπεράνουμε πως ήδη τον 8ο π.Χ. αιώνα, κάποιοι αστερισμοί, αλλά και κάποια ουράνια φαινόμενα ήταν γνωστά στους Έλληνες. Διάφοροι αστέρες είχαν κατονομαστεί και μάλιστα θεώρούνταν τόσο οικείοι, ώστε να χρησιμοποιηθούν σε παρομοιώσεις που αφορούσαν θεούς και ανθρώπους.

Ίσως οι πλανήτες να μην είχαν ακόμη διαφοροποιηθεί, μια και δεν υπάρχουν ενδείξεις για κάτι τέτοιο, ωστόσο θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν υπάρχουν και ενδείξεις που να υποδηλώνουν ότι κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν πολλές ενδείξεις ικανές να μας πείσουν όιι η συσχέτιση της κατάστασης του ουρανού και το πέρασμα του χρόνου στη γη ήταν ευρέως γνωστά, βάσει παρατηρήσεων.

Την ίδια εποχή με τον Όμηρο ή λίγο αργότερα, ο Ησίοδος, στο βιβλίο του «Έργα και Ημέραι», αναφέρει πολλούς επίσης αστερισμούς, που ο γεωργός πρέπει να συμβουλευτεί για τις καθημερινές ασχολίες του. Για παράδειγμα, συνιστά να αρχίζει ο θερισμός όταν ανατέλλουν οι Πλειάδες και η σπορά όταν πλησιάζουν σιη δύση τούς.

Ο Ησίοδος κάνει αναφορά σε όλους τους αστέρες και αστερισμούς που είχε κατονομάσει και ο Όμηρος, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στο Σείριο και στον Αρκτούρο. Στο «Έργα και Ημέραι», υπάρχουν επίσης τρεις αναφορές στα ηλιοστάσια. Μια φήμη μάλιστα λέει, ότι ο Ησίοδος έγραψε κι ένα έργο αποκλειστικά για τους αστερισμούς, που όμως χάθηκε όπως και πολλά άλλα από τα έργα του.

Ο Σείριος

Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι Σείριος είναι το αστέρι που αναφέρεται σε όλες τις θρησκείες του κόσμου με τα ονόματα Σείριος, Σούρια, Σουρ, Σήειρ, Οσιρις κ.α. Από το Περού και το Μεξικό μέχρι την Αυστραλία και Ιαπωνία και από την Ισλανδία μέχρι την Ν. Αφρική, μια παράδοση ζει χιλιάδες χρόνια, παρά τις προσπάθειες εξαλείψεως της, για να θυμίζει στον άνθρωπο την σχέση του με το μακρινό αστέρι και πως οι θεοί – βασιλιάδες εποικιστές, έφεραν το σπέρμα της ζωής στον απόμακρο τούτο πλανήτη του γαλαξία μας.

θα γίνει προσπάθεια συσχετισμού της ζωής της γης με το μυστηριώδες αστέρι, όσο πιο πειστικά, με βάση τα στοιχεία από τις παραδόσεις των λαών της γης. Αυτοί οι λαοί παρά την τεράστια απόσταση του άστρου από την γη, ήτοι κατά τους αστρονόμους 8,8 έτη φωτός ή 83.255.040.000.000 χιλιόμετρα, γνωρίζουν παραδόξως πάρα πολλά γι’ αυτό το άστρο, που αποτέλεσε αντικείμενο λατρείας των αρχαίων λαών.

Αφετηρία εκκινήσεως, των θεών που εποίκησαν την γη υπήρξε ο Σείριος χωρίς να αποκλείουμε και την συμμετοχή πιο μακρινών άστρων. Αφετηρία των θεών Θεωρείται ο Σείριος και όχι κάποιο άλλο άστρο.

Αυτό δικαιολογείται αφού σε παγκόσμια κλίμακα ο Σείριος αποτέλεσε αντικείμενο λατρείας, λατρεία που χρονολογείται ταυτόχρονα με την εμφάνιση του ανθρώπου πάνω στην γη.

Παρά την τεράστια για τα ανθρώπινα δεδομένα απόσταση, ο Σείριος είναι ένα πολύ κοντινό άστρο για τα συμπαντικά δεδομένα και τους θεούς. Παρακάτω αναφέρονται τα ουράνια σώματα που αποτελούν το αστρικό σύστημα του Σείριου και πληροφορίες που τα αφορούν, σύμφωνα με τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα.

Σείριος Α΄

Είναι ένα άστρο τεραστίων διαστάσεων, ήλιος- γίγαντας σε σχέση με τον ήλιο του ηλιακού μας συστήματος.Είναι ένα πολύ λαμπερό αστέρι. Έχει ακτίνα 1,5 φορά μεγαλύτερη από τον ήλιο, η μάζα του είναι 2,5 φορές μεγαλύτερη από την μάζα ίου ήλιου και 35,5 φορές φωτεινότερος από αυτόν. Έχει θερμοκρασία επιφανείας 11.200C τόση όση είναι σε χιλιόμετρα η απόσταση μεταξύ Πυραμίδων Χέοπος και Γιουκατάν Μεξικού, αλλά τόση είναι σε μέτρα ανά δευτερόλεπτο και η ταχύτητα διαφυγής των σωμάτων από την έλξη της γης.

Σείριος Β’

Είναι βαρύ αστέρι, άσπρος νάνος, έχει χρώμα άσπρο και είναι αόρατος με γυμνό οφθαλμό. Ανακαλύφθηκε ΜΟΛΙΣ το 1862 με ισχυρό τηλεσκόπιο και τονίζω το έτος γιατί θα χρειαστεί πιο κάτω. Επί 50 χρόνια καλύπτεται από τον Σείριο «Α» και η ορατή περίοδος του είναι άλλα πενήντα (50) χρόνια. Είναι 65.000 φορές πυκνότερος από τον δικό μας ήλιο και έχει το 95% της μάζας αυτού ενώ είναι 10.000 φορές πιο σκοτεινός από τον Σείριο «Α»

Σείριος Γ’



«Το άγνωστο άστρο». Ο αστρονόμος Φόξ ισχυρίζεται ότι είδε τον Σείριο Γ΄ το 1920. Είναι τέσσερις φορές ελαφρύτερος από τον Σείριο Α΄ και κινείται όπως ο Σείριος Β΄. Έχει έναν δορυφόρο «Ε» που είναι ο πλανήτης του συστήματος που κατοικείται και από αυτόν ξεκίνησε ο εποικισμός της γης.

Ο πλανήτης αυτός επηρεάζεται καθ’ ολοκληρία από τον Συνοδό. Τα πενήντα χρόνια της περιόδου του Συνοδού είναι διάχυτα στην Ελληνική παράδοση.

H ύπαρξη του Σείριου ήταν γνωστή σε αρχαίους πολιτισμούς, ΠΡΙΝ ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ, όπως μαρτυρούν αρχαία κείμενα και αρχαίες παραστάσεις. Το «περίεργο» της όλης υπόθεσης, έγκειται στο οτι ο Σείριος Β΄ και ο Σείριος Γ΄ δεν φαίνονται με «γυμνό μάτι», γεγονός που προϋποθέτει την ύπαρξη φακού, τηλεσκοπίου ή κάποιου άλλου τεχνολογικού επιτεύγματος, για να διαπιστωθεί η ύπαρξή τους, ή κάποια επαφή των αρχαίων προγόνων μας με εξωγήϊνους και, γιατί όχι(;), την πιθανή καταγωγή τους από αυτούς…

Το Ελληνικό γράμμα «E» υπήρχε στην μετόπη του ιερού του Απόλλωνα, θεού φωτός, στους Δελφούς και συνέδεε την θεϊκή επιλογή του χώρου με την φυλή που τον λάτρευε, την θεϊκή φυλή των Ελλήνων οι ρίζες της οποίας υπάρχουν στον ουρανό στο άστρο E του Σείριου.

Αν πάρουμε την τροχιά του αστερισμού Σείριου Β΄ και την συνδέσουμε με τις τρεις οριακές θέσεις του με τον Σείριο Α΄, το γίγαντα άστρο του συστήματος, τότε έχουμε την εικόνα του Ελληνικού γράμματος «Ε».

Οι τρεις θέσεις που επιλέχτηκαν είναι οριακές θέσεις, ανατολή – δύση – ζενίθ του Σείριου Β΄, επειδή αποτελούν καθοριστικά σημεία της ορατής τροχιάς του γύρω από τον Α’ που διαρκεί 50 χρόνια.

Ο τελευταίος θεϊκός εποικισμός της γης έγινε από τον Δία το 25.000 πΧ και είχε αφετηρία το άστρο E του Σείριου που οι Ντόκον ονομάζουν «Αστρο της Δημιουργίας», (τυχαίο; αδύνατον).

Εάν δεν τους είχε δοθεί, δεν υπήρχε ούτε μία πιθανότητα στις χίλιες να το γνώριζαν. Η αστρική αποστολή του Δία και η αστροπολιτεία του, έπρεπε να δείχνουν το άστρο εκκίνησης τους και έπρεπε να είναι η κυρίαρχη εικόνα για λόγους ασφαλείας και αναγνώρισης.

Στην ενότητα μας "Αρχαίοι Έλληνες " μπορείτε να διαβάζετε και να μάθετε για τους λαμπρούς προγόνους μας!!!

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

Το Αρχαίο Ελληνικό Μυστηριακό Θέατρο ως όχημα της Θρησκευτικής Εσωτερικής Παράδοσης -- Πλωτίνος - Μυσταγωγία- Μυθαγωγία

Το Αρχαίο Ελληνικό Μυστηριακό Θέατρο ως όχημα της Θρησκευτικής Εσωτερικής Παράδοσης



"Όπως το έδαφος, όσο και αν είναι γόνιμο, αδυνατεί να παράγει κάτι δίχως καλλιέργεια, έτσι και ο νους του ανθρώπου, δίχως την εκπαίδευση αδυνατεί να δώσει τους αναμενόμενους καρπούς".
Πλούταρχος


Ο συμβατικός χώρος που αποκαλείται αρχαίο ελληνικό θέατρο και η ορχήστρα του, δεν είναι τόπος προσποίησης μιας πραγματικότητας, μιας παραποιημένης αντιγραφής ζωής, αλλά ο τόπος όπου η ίδια η ζωή βρίσκει πρόσφορο έδαφος και ενσαρκώνει την «εσωτερική» αλήθεια της, θεατρική αδεία, πέρα από περιορισμούς χώρου και χρόνου. Το θέατρο μπορεί να είναι δημιουργία ανθρώπινη που πραγματεύεται πρόσωπα και τη συμβατική τους δράση στο χωρογίγνεσθαι, όμως το πνεύμα του είναι απόλυτα μεταφυσικό γιατί ξεφεύγει από τα ανθρώπινα στενά μέτρα, θεάται τους ανώτερους κόσμους και επιστρέφει πίσω στη ζωή για να δώσει με εμπιστευτικό τρόπο, τις ιδέες του Δικαίου, του Ωραίου και του Αληθινού. Αυτή είναι η φύση του θεάτρου, εκείνου που αποκαλούμε μυστηριακό, του θεάτρου εκείνου που αναδύεται από τα μυστήρια που ετελούντο στην ιερή πόλη της Ελευσίνας.

Ακολουθώντας τη φυσική διάρθρωση του Σύμπαντος, που είναι ταυτόχρονα ένα και τριπλό, το αρχαίο δράμα χωρίστηκε σε τραγωδία, σατυρικό δράμα και κωμωδία. 

Στη τραγωδία, οι Θεοί και η μοίρα κατευθύνουν τους ανθρώπους και με τη σειρά τους πάλι αυτοί, καθυποτάσσονται στη Δίκη, κάτω απ’ το νόμο της οποίας κάθε δράση προκαλεί αντίδραση, σύμφωνα με τους αναπόφευκτους συμπαντικούς νόμους. Η ανεξέλεγκτη χρήση της ελευθερίας και η άλογη δράση οδηγούν στην αμαρτία της υπερβολής, στην ύβρη. Μόλις συμβεί η ύβρις, ακολουθεί η Νέμεσις. Έτσι, από τη πλοκή –που εμπλέκει όχι μόνο τους ήρωες αλλά και τους γύρω τους, ακόμα και ολόκληρη την πόλη- οδηγούμαστε στην κορύφωση, στην οριακή δηλαδή εκείνη κατάσταση όπου τα τραγικά γεγονότα έρχονται μοιραία, όμως μετά επέρχεται η λύση, η κάθαρση, η τελική λύτρωση.

Κατά τον Αριστοτέλη το τραγικό αποδίδεται σ’ αυτό το στοιχείο, που μέσα από το φόβο και το έλεος, εξαγνίζει τις ψυχές των παθόντων. Ο τραγικός φόβος, δεν είναι το αίσθημα που νιώθουμε μπροστά στη παρουσία ενός συνήθους κινδύνου αλλά η υποψία πως τα ανθρώπινα πάθη ενδέχεται να διαταράξουν την κοσμική τάξη και να διασαλέψουν την Αρμονία, με ότι αυτό συνεπάγεται. 

Η κωμωδία απ’ την άλλη, ως αντίθετος πόλος της τραγικής κατάστασης, παρουσιάζει την εξωτερική όψη της ζωής, η οποία βρίσκεται πέρα απ’ τα βάσανα που προκαλεί η ενασχόληση με την αυτογνωσία και την πνευματική άσκηση. Οι ήρωές της, ζουν στη φύση, ζυμώνονται με το χώμα της γης κι αυτή τους ανταμείβει με λογής λογής καλούδια, όπως σκόρδα,  ψωμί, κρασί και λάδι. Έτσι, ευγνώμονες γεμάτοι ευτυχία γλεντούν, μεθούν και χορεύουν ενώ οι Θεοί πάντα παρόντες, παρακολουθούν με συγκατάβαση και ανάλαφρη διάθεση. 

Το μυστηριακό θέατρο μέσα απ’ τις μορφές του, προβάλλει την θέα όχι μόνο του χονδροειδούς φυσικού κόσμου αλλά και των πιο λεπτοφυών και ως εκ τούτου, έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα. Ειδικά, η τραγωδία έχει σκοπό να παρασύρει τον θεατή μέσα στη δράση, ενσωματώνοντας τον στο έργο, σα να είναι ένας ακόμα ηθοποιός ή τουλάχιστον κάποιος που συμμετέχει ενεργά, παρακινούμενος απ’ τα ίδια τα γεγονότα. Το ιδανικό αυτού του είδους θεάτρου είναι να βγει ο θεατής διαφορετικός απ’ ότι μπήκε. Πρόκειται κατά κάποιο τρόπο για «αλχημικό» θέατρο, αφού κατ’ ουσίαν αυτό που επιχειρείται είναι μια  μετάλλαξη, μετουσίωση των θεατών. 

Η τραγωδία που το όνομά της προέρχεται από τις λέξεις τράγος και ωδή, το άσμα του τράγου, δηλαδή του Πανός, πηγάζει με άμεσο τρόπο από αφηγήσεις που σχετίζονται με τον Διόνυσο-Βάκχο. Το τραγικό έργο λοιπόν είναι βαθύτατα θρησκευτικό. Άλλωστε η τραγωδία δεν εμφανίζεται ξαφνικά αλλά ως εξέλιξη τελετουργικών δρώμενων, που ήδη υπήρχαν από παλιά, ίσως και προ τεσσάρων χιλιετών, σε όλο τον Ελλαδικό χώρο. 

Έτσι λοιπόν, τόσο η τραγωδία όσο και η κωμωδία και το σατυρικό δράμα είχαν ως κοινό σκοπό, την «μάθηση μεθ’ ηδονής» και προσδοκούσαν να επιφέρουν την «κάθαρσιν» - λύτρωση, με διαφορετικά όμως μέσα. Η κωμωδία προκαλούσε την κάθαρση με τον γέλωτα ενώ η  τραγωδία «δι’ λέου και φόβου», ενός φόβου που δεν είναι το αίσθημα που νιώθουμε μπροστά στη παρουσία ενός συνήθους κινδύνου αλλά η υποψία πως τα ανθρώπινα πάθη ενδέχεται να διαταράξουν την κοσμική τάξη και να διασαλέψουν την Αρμονία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.


Το αρχαίο λοιπόν θέατρο, με προεξάρχουσα την αρχαία ελληνική τραγωδία, αγγίζει τον πυρήνα της ύπαρξης μας και έχει όχι μόνο φόρμα τελετουργική,  ύφος και δομή μυστηριακή αλλά τόσο αφετηρία όσο και σκοπό μυστηριακό και εσωτερικό. Όλες οι τραγωδίες έχουν ένα κοινό πυρήνα.  Στο επίπεδο του μύθου, οι ήρωες της τραγωδίας είναι συνήθως απόγονοι ατόμων που έχουν πέσει σε εκούσια μοιραία λάθη, πρόσωπα που φέρουν ένα «κρίμα» από το παρελθόν. Ωστόσο, η  τραγικότητά τους δεν έγκειται στο «μίασμα» που φέρουν· η παλαιά ύβρις «τίκτει νεάζουσαν ύβριν» όπως λέει ο Αισχύλος στον «Αγαμέμνονα», κι έτσι, ο ήρωας ξεφεύγει από το μέτρο, φτάνει στην Ύβρι -την αμαρτία της υπερβολής- και τότε νομοτελειακά επέρχεται η  Νέμεσις (η Δίκη), κάτω απ’ το νόμο της οποίας κάθε δράση προκαλεί αντίδραση, σύμφωνα με τους αναπόφευκτους συμπαντικούς νόμους.

Το τρίπτυχο υπέρβαση Μέτρου-Ύβρις-Νέμεσις, όπου η ύβρις αντιστοιχεί στην κορύφωση της τραγωδίας και η Νέμεσις στην καθαρτήρια λύση της, διατρέχει σχεδόν κάθε τραγωδία. 

Πίσω από όλους μαζί τους τραγικούς ήρωες βρίσκεται ένα πρόσωπο: ο αρχετυπικός Άνθρωπος. Καθώς μεταβαίνουμε από το επίπεδο του Μύθου στο επίπεδο του Αρχετύπου, εισερχόμαστε βαθύτερα στην ουσία της τραγωδίας. Στο επίπεδο αυτό, η τραγικότητα συνίσταται στην σύνθλιψη του ανθρώπινου, όταν ο Άνθρωπος συγκρούεται με δυνάμεις μέσα ή έξω απ’ αυτόν, που τον υπερβαίνουν.

Από την τραγική αυτή σύγκρουση όμως, ο Άνθρωπος μπορεί να βγει ηθικά δικαιωμένος (όπως παραδείγματος χάριν η Αντιγόνη). Σε αυτήν την περίπτωση, η υπέρβαση του μέτρου δεν νοείται ως έγκλημα που επισύρει τιμωρία αλλά ως θετική υπέρβαση του ανθρώπινου και μετουσίωσή του σε κάτι άλλο, ανώτερο φυσικά. ελικά, ο τραγικός ήρως είναι η ίδια η Ψυχή και οι περιπλοκές της στον κόσμο της Ύλης.

Η τραγικότητά της, με όλες τις συνακόλουθες συνέπειες, έγκειται στην σύγκρουση των ορμέμφυτων, ενστίκτων και κατώτερων παθών με την ανώτερη συνείδηση. Ιδέ ο άνθρωπος, ιδέ η τραγωδία: η ανθρώπινη ψυχή καλυμμένη κάτω από πέπλα αγνοίας και ο άνθρωπος βουτηγμένος στην υλική περιπλοκή. Για να μπορέσει να υπερβεί και να απελευθερωθεί από τα δεσμά της υλικής ενέργειας, πρέπει  να γνωρίσει Εαυτόν ή το θείο που κατοικεί και μέσα του.

Ένα θέατρο προσανατολισμένο σ’ αυτές τις ιδέες, νομίζω μπορεί να βοηθήσει αποφασιστικά. Η μεταφυσική και οι υψηλές εσωτερικές παραδόσεις με όχημα την θεατρική πράξη, όπως αυτή εκφράστηκε από τους προγόνους μας, διαρρηγνύει την καθημερινότητα, γίνεται ένα είδος εισόδου στην Ροή του Χρόνου, απ’ όπου ο άνθρωπος περνά για να κατακτήσει τις υψηλές κορυφές, εκεί που κατοικούν οι Θεοί και οι Ιδέες.
Σύνθεση από  esotheatro.gr/
  

 Επιλογές, επεξεργασία, επιμέλεια δημοσιεύσεων/αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος - Μυσταγωγία- Μυθαγωγία
 

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017

Ο Διάλογος Της Διοτίμας Και Του Σωκράτη Για Τον Έρωτα - ΠΛΑΤΩΝ 132. – Συμπόσιον 202d8-204b7- (μετάφραση Σταύρος Τσιτσιρίδης)--

Ο Διάλογος Της Διοτίμας Και Του Σωκράτη Για Τον Έρωτα


Για να καθορίσει ποια είναι τα γνωρίσματά του Έρωτα, ο Σωκράτης στο "Συμπόσιο" του Πλάτωνα, κατέφυγε σε μια συνομιλία του με μια γυναίκα από τη Μαντίνεια, τη Διοτίμα.


Η Διοτίμα ήταν γνώστρια της "πυθαγόρειας αριθμοσοφίας", κατά τον Ξενοφώντα δεν ήταν άπειρη των πλέον δυσκολονόητων γεωμετρικών θεωρημάτων («ουκ άπειρος δυσσυνέτων διαγραμμάτων έστι»). Αλλά και ο Πρόκλος θεωρεί τη Διοτίμα «Πυθαγορική».



Η Διοτίμα ήταν η ιέρεια εκείνη που έκανε τον καθαρμό των Αθηναίων μετά το λοιμό του 429 π.Χ. Το όνομα Διοτίμα είναι επίσης δηλωτικό δράσεων για την ισότητα ανδρών και γυναικών, γι' αυτό και  η Διοτίμα είναι η μόνη γυναίκα που συμμετέχει στο ανδροκρατούμενο Συμπόσιο...

Αυτή υποστήριζε ότι ο Έρωτας είναι ένας δαίμονας, που, ως γιος του Πόρου και της Πενίας, είναι γεμάτος αντιφάσεις, στοχεύει, ωστόσο, στην παντοτινή κατοχή του αγαθού, επιδιώκει δηλαδή την αθανασία.

Μας λέγει λοιπόν ο Σωκράτης:

Κάποτε η Διοτίμα, μου απηύθυνε το ερώτημα:

Διοτίμα: «Ποία φαντάζεσαι, Σωκράτη, ειν' η αιτία του έρωτος τούτου και του πόθου; Δεν έχεις προσέξει λοιπόν τον ζωηρόν ερεθισμόν, εις τον οποίον υποπίπτουν όλα τα ζώα, όταν τα καταλάβη η επιθυμία να γεννήσουν, και τα χερσαία και τα πετεινά, πώς αρρωσταίνουν όλα και κατακυριεύονται από τον έρωτα, πρώτον μεν να ενωθούν μαζί, έπειτα δια την ανατροφήν του γεννηθέντος; Πώς είναι αποφασισμένα, προς υπεράσπισιν τούτων, και πόλεμον να διεξάγουν, και τ' ασθενέστερα ακόμη προς τα δυνατότερα, και εις τον θάνατον να βαδίσουν υπέρ αυτών, και να τα τινάξουν από την πείναν αυτά δια να εξασφαλίσουν εις εκείνα την τροφήν, και το κάθε τι να πράξουν; Καλά» είπεν «οι άνθρωποι· θα ημπορούσε να υποθέση κανείς, ότι το κάνουν από υπολογισμόν. Αλλά τα ζώα; Ποίος είναι ο λόγος της τοιαύτης ερωτικής των συγκινήσεως; Ημπορείς να μου εξήγησης;»

Σωκράτης: "Δεν γνωρίζω Διοτίμα" της είπα.

Διοτίμα: "Έχεις λοιπόν την ιδέαν, πως θα γίνης ποτέ έμπειρος εις τα ζητήματα του έρωτος εφ' όσον δεν εννοείς αυτά;»

Σωκράτης: «Μα σου το είπα, Διοτίμα, και προ ολίγου· αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ήλθα κοντά σου, επειδή εκατάλαβα πως χρειάζομαι διδασκαλίαν. Λέγε μου λοιπόν και τούτου του φαινομένου την εξήγησιν και των άλλων των σχετιζομένων με τον έρωτα».



Διοτίμα: «Λοιπόν» είπε «εφ' όσον η πεποίθησίς σου είναι ότι αντικείμενον φυσικόν του έρωτος ειν' εκείνο, το όποιον πολλάκις από κοινού διεπιστώσαμεν δεν πρέπει να εκπλήττεσαι. Διότι και εις την περίπτωσιν αυτήν, όπως και εκεί, δια τον ίδιον λόγον επιδιώκει η φύσις η θνητή, καθ' όσον είναι δυνατόν, να ειν' αιωνία και αθάνατος. Δυνατόν δε της είναι κατά τούτον μόνον τον τρόπον, δια της αναπαραγωγής, με το ν' αφήνη πάντοτε εις του παλαιού την θέσιν ένα νέον παρόμοιον.
Άλλωστε και εις ό,τι ονομάζομεν ενότητα ατομικής ζωής και υπάρξεως εκάστου εμψύχου όντος ― π.χ. ένας άνθρωπος από της παιδικής του ηλικίας μέχρις ότου γίνη γέρων, θεωρείται πως είναι ο ίδιος· ουχ ήττον αυτός, μολονότι δεν έχει ποτέ τα ίδια συστατικά εις τον οργανισμόν του, εν τούτοις λέγομεν πως είναι ο ίδιος, ενώ διαρκώς ανανεώνεται και αποβάλλει μερικά, εις τας τρίχας, την σάρκα, τα οστά, το αίμα εις ολόκληρον γενικώς το σώμα. Και όχι μόνον εις το σώμα· αλλά και εις την ψυχήν, οι τρόποι, τα ήθη, αι αντιλήψεις, αι επιθυμίαι, αι ηδοναί, αι λύπαι, οι φόβοι, τίποτε απ' αυτά δεν παραμένει αναλλοίωτον εις κάθε άτομον, αλλά γεννώνται μεν άλλα, άλλα δε χάνονται».
Και συνεχίζει: «Πολύ δε περισσότερον παράδοξον είναι ακόμη, ότι και αι γνώσεις, όχι μόνον άλλαι μας έρχονται και άλλαι μας αφήνουν, και ποτέ δεν είμεθα οι ίδιοι ούτε ως προς τας γνώσεις, αλλά και μία και μόνη γνώσις έχει την ιδίαν τύχην. Διότι αυτό που ονομάζομεν μελέτην, γίνεται με την προϋπόθεσιν ότι η γνώσις εξαφανίζεται· άλλωστε η λησμοσύνη ειν' εξαφανισμός γνώσεως, ενώ αφ' ετέρου η μελέτη, εισάγουσα νέαν παράστασιν αντί της αποχωρούσης, διατηρεί την γνώσιν, ώστε να φαίνεται πως παραμένει η ιδία. Πράγματι μ' αυτό μόνον το μέσον διατηρείται κάθε θνητή ύπαρξις, όχι με το να παραμένη αιωνίως αναλλοίωτος καθ' όλα, όπως το θείον, αλλά με το ν' αφήνη κάθε τι που φεύγει και παλαιώνει, ένα άλλο νέον εις την θέσιν του, όμοιον όπως αυτό. Μ' αυτό το τέχνασμα» είπε «Σωκράτη, έχει μέρος εις την αθανασίαν η θνητή ύπαρξις, και ως προς το σώμα, και ως προς όλα τ' άλλα· η αθάνατος πάλιν με άλλο. Μη σου φαίνεται λοιπόν παράξενον, ότι κάθε ύπαρξις εμφύτως αποδίδει σημασίαν εις το αποβλάστημά της· χάριν της αθανασίας συνοδεύει τα όντα όλα ο ζήλος αυτός και ο έρως».







Η ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΔΙΟΤΙΜΑ. Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ




 Η Διοτίμα έζησε στο β' μισό του -5ου αι. και συγκαταλέγεται μαζί με τους Πυθαγόρα, Σωκράτη, Ιπποκράτη και Πλάτωνα, στους μεγάλους κλασσικούς δασκάλους του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου.

  

Ήταν ιέρεια στην Αρχαία Μαντινεία, φιλόσοφος, Πυθαγόρεια και μάλιστα γνώστρια της Πυθαγόρειας Αριθμοσοφίας.

  

Η κύρια αναφορά και η φιλοσοφική φυσιογνωμία της Διοτίμας βρίσκεται στο λόγο του Σωκράτη στο "Συμπόσιο" (ή "περί Έρωτος") του Πλάτωνα, όπου εμφανίζεται σαν πολύ σημαντικό πρόσωπο.  



Στο ίδιο έργο ο Σωκράτης αναφέρεται σ' αυτήν ως δασκάλα του λέγοντας ότι ήταν ιέρεια στην Μαντίνεια και ότι τελούσε τον καθαρμό των Αθηναίων μετά το λοιμό του -429.  



Ο Σωκράτης δηλώνει ότι οφείλει σ' αυτήν ακριβώς τις απόψεις του για τον έρωτα, ως πόθο και κίνητρο για το ωραίο και αληθινό. 



Σε ένα μεγάλο μέρος ο λόγος του είναι η αφήγηση του διαλόγου περί Έρωτος που είχε με αυτήν.  Ουσιαστικά πρόκειται για το λόγο και τη διδασκαλία της Διοτίμας.  



Τον διάλογο αυτόν ο Σωκράτης μεταφέρει στους φίλους του, διδάσκοντας ότι ο ίδιος είχε προηγουμένως μάθει για τον Έρωτα από αυτήν, η οποία "σε αυτό το θέμα ήταν πολύ σοφή". 

Το κλειδί της Σωκρατικής σκέψης βρίσκεται μέσα στη διδασκαλία της Διοτίμας, όπως αυτή παρατίθεται από τον Πλάτωνα στο Συμπόσιο. 



Είναι το μόνο σημείο όπου, τόσο ο Πλάτωνας, όσο και μέσω αυτού ο Σωκράτης, προσδιορίζουν τη Διοτίμα ως τη «δασκάλα του Σωκράτη» και δείχνεται έτσι η κατεύθυνση απ' την οποία έχει προέλθει η διδασκαλία που ευαγγελίζονται:  η αληθινή σημασία αυτών που θα πράξει ο άνθρωπος δεν έχει σχέση με τη δράση του, τις επιπτώσεις της οποίας ούτως ή άλλως δεν μπορεί να καταλάβει αφού δεν γνωρίζει τίποτα.  



Σκοπός της ζωής του είναι να πραγματωθεί μέσα του μια συγκλονιστική υπαρξιακή αλλαγή, να φθάσει μέχρι τη θέαση του απολύτου κάλλους που «δεν υπόκειται ούτε εις γέννηση ούτε εις αφανισμό».  



Με σύγχρονους όρους, η φιλοσοφία αυτή είναι «εσωτερική».

Δηλαδή στοχεύει, όχι στην εξωτερική αλλαγή, αλλά στην ανάπτυξη της ίδιας της ύπαρξης, της συνείδησης, του τρόπου που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται με τις ίδιες του τις αισθήσεις τον εαυτό του και τον κόσμο.  



Η διδασκαλία της Διοτίμας δίνεται στο Συμπόσιο με τη διεξοδική περιγραφή των φάσεων από τις οποίες περνά αυτή η εσωτερική πορεία, η ενασχόληση με τη φιλοσοφία, που κινητήρια δύναμή της είναι ο «διαρκώς φιλοσοφών Έρως».  





ΠΛΑΤΩΝ

132. – Συμπόσιον 202d8-204b7




Ο έρως δαίμων μέγας

Το συμπόσιον αποτελούσε στην αρχαιότητα ένα ξεχωριστό είδος ανδρικής ψυχαγωγίας με αριστοκρατικά χαρακτηριστικά: μετά το δεῖπνον οι άνδρες στεφανωμένοι έπιναν μαζί (ακολουθώντας συγκεκριμένους κανόνες), απάγγελναν ποιήματα, συζητούσαν και έπαιζαν παιχνίδια, ενώ στην αρχή και στο τέλος του συμποσίου έκαναν σπονδές και έψελναν ύμνους προς τιμήν των θεών. Το σκηνικό ενός τέτοιου συμποσίου χρησιμοποίησε ο Πλάτων για το δικό του ομώνυμο έργο (περ. 384 π.Χ.). Οργανωτής υπήρξε ο τραγικός ποιητής Αγάθων και αφορμή η νίκη του στα Λήναια του 416 π.Χ.. Θέμα της συζήτησης στο πλαίσιο του συμποσίου, την οποία αναδιηγείται στην αρχή του διαλόγου ο Απολλόδωρος όπως του την είχε αφηγηθεί κάποιος Αριστόδημος που ήταν παρών, είναι ο έρωτας. Οι συνδαιτυμόνες αναλαμβάνουν να παρουσιάσουν -ο καθένας κατά τη δική του αντίληψη και με τον δικό τον τρόπο- το θέμα. Μετά τους λόγους του Φαίδρου και του Παυσανία, που είναι γνωστοί μόνο από τους διάλογους του Πλάτωνα, ακολουθεί ο γιατρός Ερυξίμαχος, ο γνωστός κωμικός ποιητής Αριστοφάνης, ο Αγάθων και στο τέλος ο Σωκράτης, του οποίου ο λόγος αποτελεί την κορύφωση της συζήτησης. Σύμφωνα ωστόσο με τα λεγόμενα του Σωκράτη, οι απόψεις που θα εκθέσει αποτελούν αναπαραγωγή των όσων του είχε αναπτύξει η Διοτίμα, η ιέρεια από τη Μαντίνεια, όταν ο Σωκράτης είχε ισχυρισθεί ότι ο Έρωτας είναι μεγάλος και ωραίος θεός. Στο παρακάτω απόσπασμα από τη συζήτηση μεταξύ Σωκράτη και Διοτίμας, η Διοτίμα, αφού έχει αποδείξει στον Σωκράτη ότι ο Έρως δεν είναι θεός, εκθέτει τη δική της άποψη. Την αφορμή δίνει η ερώτηση του Σωκράτη για τη φύση του Έρωτα.



[202] (d) «Μα τι τέλος πάντων», είπα, «θα μπορούσε να είναι ο Έρωτας; Μήπως θνητός;»
«Σε καμιά περίπτωση.»
«Τότε τί;»
«Όπως και στα παραδείγματα που αναφέραμε προηγουμένως, κάτι μεταξύ θνητού και αθανάτου.»
«Δηλαδή, Διοτίμα, τι;»
«Δαίμων μέγας, Σωκράτη.1 Αφού βέβαια καθετί δαιμονικό βρίσκεται μεταξύ θεού και θνητού.»
«Και ποια είναι», είπα εγώ, «η ιδιαίτερη ικανότητά του;»
«Να διερμηνεύει και να μεταφέρει στους θεούς όσα προέρχονται από τους ανθρώπους, και στους ανθρώπους όσα προέρχονται από τους θεούς: τις δεήσεις και τις θυσίες των μεν, τις εντολές και τις ανταποδόσεις των δε. Και καθώς βρίσκεται στη μέση μεταξύ των δύο συμπληρώνει το κενό, ώστε το σύμπαν να αποτελεί ένα αδιάσπαστο σύνολο. Μέσω αυτής της δαιμονικής ικανότητας λειτουργεί τόσο ολόκληρη η μαντική όσο και η τέχνη των ιερέων που σχετίζεται με θυσίες, τελετουργίες, εξορκισμούς και γενικά με κάθε είδους μαγεία και μαγγανεία.2 [203] Ο θεός δεν έρχεται σε επαφή με τον άνθρωπο. Με τη μεσολάβηση αυτού του δαίμονα υπάρχει οποιαδήποτε επικοινωνία και συνομιλία των θεών με τους ανθρώπους, και ενόσω είναι ξάγρυπνοι και όταν κοιμούνται. Όποιος είναι γνώστης αυτών των πραγμάτων είναι άνδρας δαιμόνιος,3 όποιος γνωρίζει μόνον άλλα πράγματα, είτε πρόκειται για το χώρο της επιστήμης είτε των χειρωνακτικών εργασιών, αυτός είναι χυδαίος. Τέτοιοι, λοιπόν, δαίμονες υπάρχουν πολλοί και πολλών ειδών. Ένας από αυτούς είναι και ο Έρωτας.»
«Ποιος είναι ο πατέρας του», ρώτησα τότε εγώ, «και ποια η μητέρα του;»
(b) «Αυτό», απάντησε, «απαιτεί περισσότερο χρόνο για να στο διηγηθώ. Θα στο πω όμως.
»Όταν ήρθε στον κόσμο η Αφροδίτη, είχαν τραπέζι οι θεοί, με τους άλλους μαζί και ο Πόρος, ο γιος της Μήτιδας.4 Σαν απόφαγαν, ήρθε, όπως θα περίμενε δα κανείς σε μεγάλο φαγοπότι, η Πενία για να ζητιανέψει, και στεκόταν εκεί κοντά στην πόρτα. Ο Πόρος τότε μεθυσμένος από το νέκταρ -κρασί δεν υπήρχε ακόμη- βγήκε έξω στον κήπο του Δία5 και, καθώς είχε βαρύνει, έπεσε και κοιμήθηκε. Η Πενία εκείνη την ώρα, οδηγημένη από την ανέχειά της, συνέλαβε το σχέδιο να αποκτήσει παιδί από τον Πόρο. (c) Πλαγιάζει λοιπόν δίπλα του και έτσι συνέλαβε τον Έρωτα. Γι᾽ αυτόν προφανώς τον λόγο έγινε συνοδός και υπηρέτης της Αφροδίτης ο Έρως, επειδή συνελήφθη την ημέρα της γέννησής της και επειδή συγχρόνως είναι μέσα του έμφυτος ο έρωτας προς το ωραίο. Και η Αφροδίτη είναι ωραία.
»Σαν γιος λοιπόν του Πόρου και της Πενίας που είναι ο Έρως βρίσκεται στην εξής κατάσταση: Πρώτον είναι πάντα φτωχός και κάθε άλλο παρά απαλός και ωραίος, όπως νομίζει ο πολύς κόσμος. (d) Αντιθέτως, είναι τραχύς, ρυπαρός, ξυπόλυτος, άστεγος· πλαγιάζει πάντα χάμω, χωρίς στρώμα, κοιμάται κάτω από τον ανοιχτό ουρανό σε σκαλοπάτια και στις άκρες του δρόμου· μοιράζεται τη φύση της μάνας του και έχει για συγκάτοικο πάντα τη στέρηση. Σύμφωνα πάλι με τη φύση του πατέρα του επιβουλεύεται τα ωραία και τα εκλεκτά, είναι γενναίος, ριψοκίνδυνος, ορμητικός, κυνηγός τρομερός, που σκαρφίζεται συνεχώς τεχνάσματα, συγχρόνως όμως προικισμένος με πόθο για τη γνώση της αλήθειας αλλά και επινοητικότητα, διαρκώς σε όλη του τη ζωή αγαπά τη σοφία, δεινός σαγηνευτής, μάγος, σοφιστής. (e) Και δεν είναι η φύση του όμοια με αθάνατου ούτε όμως πάλι με θνητού. Άλλοτε μέσα στην ίδια μέρα ανθεί και ζει, όταν βρει τα μέσα, άλλοτε πεθαίνει, μα ξαναζωντανεύει πάλι χάρη στη φύση του πατέρα του. Ό,τι αποκτά κάθε φορά τρέχει σιγά σιγά και χάνεται. Δεν είναι λοιπόν ο Έρωτας ποτέ ούτε τελείως φτωχός σε μέσα ούτε πλούσιος. Και μεταξύ σοφίας και ανοησίας βρίσκεται πάλι στη μέση. Τα πράγματα έχουν δηλαδή ως εξής: κανείς θεός δεν αγαπά τη σοφία, ούτε ποθεί να γίνει σοφός -γιατί είναι. [204] Ούτε και κάποιος άλλος αν είναι σοφός, αγαπά τη σοφία. Όμως, από την άλλη, ούτε και όσοι είναι ανόητοι έχουν τον πόθο να γίνουν σοφοί. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το ανυπόφορο στην ανοησία, το ότι, χωρίς να είναι κανείς ωραίος, αξιοσέβαστος και γνωστικός, μένει ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Όποιος λοιπόν δεν θεωρεί πως κάτι του λείπει, εκείνος και δεν επιθυμεί αυτό που δεν φαντάζεται ότι του λείπει.»
«Ποιοι είναι λοιπόν, Διοτίμα, εκείνοι που φιλοσοφούν, αν δεν είναι ούτε οι σοφοί ούτε οι ανόητοι;»
(b) «Αυτό πια», είπε, «είναι φανερό ακόμα και σε ένα παιδί: όσοι βρίσκονται μεταξύ των δύο. Ένας από αυτούς είναι και ο Έρως. Διότι η σοφία είναι προφανώς από τα ωραιότερα πράγματα, και ο Έρως είναι έρωτας προς το ωραίο. Συνεπώς ο Έρως είναι κατ᾽ ανά­γκην φιλόσοφος, και ως φιλόσοφος είναι κάτι μεταξύ σοφού και ανοήτου. Αιτία και γι᾽ αυτό είναι η καταγωγή του. Ο πατέρας του ήταν σοφός και επινοητικός, η μητέρα του όμως ούτε σοφή ούτε επινοητική.»
(μετάφραση Σταύρος Τσιτσιρίδης)




Πηγή: