-ΕΨΙΛΟΝ-

-ΕΨΙΛΟΝ-
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΔΙΠΛΟΥ ΕΨΙΛΟΝ-Το γράμμα Ε ως αριθμός συμβολίζεται με τον αριθμό 5. Τα 4 κοσμογονικά στοιχεία της Γής, του Αέρα, του Νερού και του Πυρ με την πεμπτουσία του Ουράνιου - Αιθέρα. Όλα τα παραπάνω συνθέτουν τον Άνθρωπο. Ομοίως γνωρίζουμε ότι το ιερό πεντάγραμμο (πεντάλφα) συμβολίζει τον άνθρωπο και παράλληλα τα 5 στοιχεία που τον αποτελούν κατά τους Πυθαγόρειους μύστες όπου το είχαν σαν ιερό σύμβολο.Τό Ε δηλώνει, τον Ενωτικό χαρακτήρα τού Τρισυπόστατου Θείου και γι' αυτό αφιερώθηκε, μαζί με τα ''Γνώθι σ’αυτόν'' καί ''Μηδέν Άγαν'', που είναι επίσης Ενωτικά παραγγέλματα - αφού δεν νοείται Ένωσης χωρίς την βαθιά, Νοητική γνώση τού Εγώ, αλλ' ούτε και προσέγγισης της με παραθλαστικές λειτουργίες υπερβολής- στον Θεό τού Φωτός και της Αρμονίας. Αυτό το στοιχείο της Ένωσης συνηγορεί προς την ονομασία ''Γάμος'', που έδωσαν στο Ε, οι Πυθαγόρειοι.ΠΥΘΙΑ. blogspot.gr-- -

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017

Το δίκοκκο σιτάρι (κοινώς ζειά ή ζέα) – Μύθοι και πραγματικότητα.

Ο Διάλογος Της Διοτίμας Και Του Σωκράτη Για Τον Έρωτα - ΠΛΑΤΩΝ 132. – Συμπόσιον 202d8-204b7- (μετάφραση Σταύρος Τσιτσιρίδης)--

Ο Διάλογος Της Διοτίμας Και Του Σωκράτη Για Τον Έρωτα


Για να καθορίσει ποια είναι τα γνωρίσματά του Έρωτα, ο Σωκράτης στο "Συμπόσιο" του Πλάτωνα, κατέφυγε σε μια συνομιλία του με μια γυναίκα από τη Μαντίνεια, τη Διοτίμα.


Η Διοτίμα ήταν γνώστρια της "πυθαγόρειας αριθμοσοφίας", κατά τον Ξενοφώντα δεν ήταν άπειρη των πλέον δυσκολονόητων γεωμετρικών θεωρημάτων («ουκ άπειρος δυσσυνέτων διαγραμμάτων έστι»). Αλλά και ο Πρόκλος θεωρεί τη Διοτίμα «Πυθαγορική».



Η Διοτίμα ήταν η ιέρεια εκείνη που έκανε τον καθαρμό των Αθηναίων μετά το λοιμό του 429 π.Χ. Το όνομα Διοτίμα είναι επίσης δηλωτικό δράσεων για την ισότητα ανδρών και γυναικών, γι' αυτό και  η Διοτίμα είναι η μόνη γυναίκα που συμμετέχει στο ανδροκρατούμενο Συμπόσιο...

Αυτή υποστήριζε ότι ο Έρωτας είναι ένας δαίμονας, που, ως γιος του Πόρου και της Πενίας, είναι γεμάτος αντιφάσεις, στοχεύει, ωστόσο, στην παντοτινή κατοχή του αγαθού, επιδιώκει δηλαδή την αθανασία.

Μας λέγει λοιπόν ο Σωκράτης:

Κάποτε η Διοτίμα, μου απηύθυνε το ερώτημα:

Διοτίμα: «Ποία φαντάζεσαι, Σωκράτη, ειν' η αιτία του έρωτος τούτου και του πόθου; Δεν έχεις προσέξει λοιπόν τον ζωηρόν ερεθισμόν, εις τον οποίον υποπίπτουν όλα τα ζώα, όταν τα καταλάβη η επιθυμία να γεννήσουν, και τα χερσαία και τα πετεινά, πώς αρρωσταίνουν όλα και κατακυριεύονται από τον έρωτα, πρώτον μεν να ενωθούν μαζί, έπειτα δια την ανατροφήν του γεννηθέντος; Πώς είναι αποφασισμένα, προς υπεράσπισιν τούτων, και πόλεμον να διεξάγουν, και τ' ασθενέστερα ακόμη προς τα δυνατότερα, και εις τον θάνατον να βαδίσουν υπέρ αυτών, και να τα τινάξουν από την πείναν αυτά δια να εξασφαλίσουν εις εκείνα την τροφήν, και το κάθε τι να πράξουν; Καλά» είπεν «οι άνθρωποι· θα ημπορούσε να υποθέση κανείς, ότι το κάνουν από υπολογισμόν. Αλλά τα ζώα; Ποίος είναι ο λόγος της τοιαύτης ερωτικής των συγκινήσεως; Ημπορείς να μου εξήγησης;»

Σωκράτης: "Δεν γνωρίζω Διοτίμα" της είπα.

Διοτίμα: "Έχεις λοιπόν την ιδέαν, πως θα γίνης ποτέ έμπειρος εις τα ζητήματα του έρωτος εφ' όσον δεν εννοείς αυτά;»

Σωκράτης: «Μα σου το είπα, Διοτίμα, και προ ολίγου· αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ήλθα κοντά σου, επειδή εκατάλαβα πως χρειάζομαι διδασκαλίαν. Λέγε μου λοιπόν και τούτου του φαινομένου την εξήγησιν και των άλλων των σχετιζομένων με τον έρωτα».



Διοτίμα: «Λοιπόν» είπε «εφ' όσον η πεποίθησίς σου είναι ότι αντικείμενον φυσικόν του έρωτος ειν' εκείνο, το όποιον πολλάκις από κοινού διεπιστώσαμεν δεν πρέπει να εκπλήττεσαι. Διότι και εις την περίπτωσιν αυτήν, όπως και εκεί, δια τον ίδιον λόγον επιδιώκει η φύσις η θνητή, καθ' όσον είναι δυνατόν, να ειν' αιωνία και αθάνατος. Δυνατόν δε της είναι κατά τούτον μόνον τον τρόπον, δια της αναπαραγωγής, με το ν' αφήνη πάντοτε εις του παλαιού την θέσιν ένα νέον παρόμοιον.
Άλλωστε και εις ό,τι ονομάζομεν ενότητα ατομικής ζωής και υπάρξεως εκάστου εμψύχου όντος ― π.χ. ένας άνθρωπος από της παιδικής του ηλικίας μέχρις ότου γίνη γέρων, θεωρείται πως είναι ο ίδιος· ουχ ήττον αυτός, μολονότι δεν έχει ποτέ τα ίδια συστατικά εις τον οργανισμόν του, εν τούτοις λέγομεν πως είναι ο ίδιος, ενώ διαρκώς ανανεώνεται και αποβάλλει μερικά, εις τας τρίχας, την σάρκα, τα οστά, το αίμα εις ολόκληρον γενικώς το σώμα. Και όχι μόνον εις το σώμα· αλλά και εις την ψυχήν, οι τρόποι, τα ήθη, αι αντιλήψεις, αι επιθυμίαι, αι ηδοναί, αι λύπαι, οι φόβοι, τίποτε απ' αυτά δεν παραμένει αναλλοίωτον εις κάθε άτομον, αλλά γεννώνται μεν άλλα, άλλα δε χάνονται».
Και συνεχίζει: «Πολύ δε περισσότερον παράδοξον είναι ακόμη, ότι και αι γνώσεις, όχι μόνον άλλαι μας έρχονται και άλλαι μας αφήνουν, και ποτέ δεν είμεθα οι ίδιοι ούτε ως προς τας γνώσεις, αλλά και μία και μόνη γνώσις έχει την ιδίαν τύχην. Διότι αυτό που ονομάζομεν μελέτην, γίνεται με την προϋπόθεσιν ότι η γνώσις εξαφανίζεται· άλλωστε η λησμοσύνη ειν' εξαφανισμός γνώσεως, ενώ αφ' ετέρου η μελέτη, εισάγουσα νέαν παράστασιν αντί της αποχωρούσης, διατηρεί την γνώσιν, ώστε να φαίνεται πως παραμένει η ιδία. Πράγματι μ' αυτό μόνον το μέσον διατηρείται κάθε θνητή ύπαρξις, όχι με το να παραμένη αιωνίως αναλλοίωτος καθ' όλα, όπως το θείον, αλλά με το ν' αφήνη κάθε τι που φεύγει και παλαιώνει, ένα άλλο νέον εις την θέσιν του, όμοιον όπως αυτό. Μ' αυτό το τέχνασμα» είπε «Σωκράτη, έχει μέρος εις την αθανασίαν η θνητή ύπαρξις, και ως προς το σώμα, και ως προς όλα τ' άλλα· η αθάνατος πάλιν με άλλο. Μη σου φαίνεται λοιπόν παράξενον, ότι κάθε ύπαρξις εμφύτως αποδίδει σημασίαν εις το αποβλάστημά της· χάριν της αθανασίας συνοδεύει τα όντα όλα ο ζήλος αυτός και ο έρως».







Η ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΔΙΟΤΙΜΑ. Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ




 Η Διοτίμα έζησε στο β' μισό του -5ου αι. και συγκαταλέγεται μαζί με τους Πυθαγόρα, Σωκράτη, Ιπποκράτη και Πλάτωνα, στους μεγάλους κλασσικούς δασκάλους του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου.

  

Ήταν ιέρεια στην Αρχαία Μαντινεία, φιλόσοφος, Πυθαγόρεια και μάλιστα γνώστρια της Πυθαγόρειας Αριθμοσοφίας.

  

Η κύρια αναφορά και η φιλοσοφική φυσιογνωμία της Διοτίμας βρίσκεται στο λόγο του Σωκράτη στο "Συμπόσιο" (ή "περί Έρωτος") του Πλάτωνα, όπου εμφανίζεται σαν πολύ σημαντικό πρόσωπο.  



Στο ίδιο έργο ο Σωκράτης αναφέρεται σ' αυτήν ως δασκάλα του λέγοντας ότι ήταν ιέρεια στην Μαντίνεια και ότι τελούσε τον καθαρμό των Αθηναίων μετά το λοιμό του -429.  



Ο Σωκράτης δηλώνει ότι οφείλει σ' αυτήν ακριβώς τις απόψεις του για τον έρωτα, ως πόθο και κίνητρο για το ωραίο και αληθινό. 



Σε ένα μεγάλο μέρος ο λόγος του είναι η αφήγηση του διαλόγου περί Έρωτος που είχε με αυτήν.  Ουσιαστικά πρόκειται για το λόγο και τη διδασκαλία της Διοτίμας.  



Τον διάλογο αυτόν ο Σωκράτης μεταφέρει στους φίλους του, διδάσκοντας ότι ο ίδιος είχε προηγουμένως μάθει για τον Έρωτα από αυτήν, η οποία "σε αυτό το θέμα ήταν πολύ σοφή". 

Το κλειδί της Σωκρατικής σκέψης βρίσκεται μέσα στη διδασκαλία της Διοτίμας, όπως αυτή παρατίθεται από τον Πλάτωνα στο Συμπόσιο. 



Είναι το μόνο σημείο όπου, τόσο ο Πλάτωνας, όσο και μέσω αυτού ο Σωκράτης, προσδιορίζουν τη Διοτίμα ως τη «δασκάλα του Σωκράτη» και δείχνεται έτσι η κατεύθυνση απ' την οποία έχει προέλθει η διδασκαλία που ευαγγελίζονται:  η αληθινή σημασία αυτών που θα πράξει ο άνθρωπος δεν έχει σχέση με τη δράση του, τις επιπτώσεις της οποίας ούτως ή άλλως δεν μπορεί να καταλάβει αφού δεν γνωρίζει τίποτα.  



Σκοπός της ζωής του είναι να πραγματωθεί μέσα του μια συγκλονιστική υπαρξιακή αλλαγή, να φθάσει μέχρι τη θέαση του απολύτου κάλλους που «δεν υπόκειται ούτε εις γέννηση ούτε εις αφανισμό».  



Με σύγχρονους όρους, η φιλοσοφία αυτή είναι «εσωτερική».

Δηλαδή στοχεύει, όχι στην εξωτερική αλλαγή, αλλά στην ανάπτυξη της ίδιας της ύπαρξης, της συνείδησης, του τρόπου που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται με τις ίδιες του τις αισθήσεις τον εαυτό του και τον κόσμο.  



Η διδασκαλία της Διοτίμας δίνεται στο Συμπόσιο με τη διεξοδική περιγραφή των φάσεων από τις οποίες περνά αυτή η εσωτερική πορεία, η ενασχόληση με τη φιλοσοφία, που κινητήρια δύναμή της είναι ο «διαρκώς φιλοσοφών Έρως».  





ΠΛΑΤΩΝ

132. – Συμπόσιον 202d8-204b7




Ο έρως δαίμων μέγας

Το συμπόσιον αποτελούσε στην αρχαιότητα ένα ξεχωριστό είδος ανδρικής ψυχαγωγίας με αριστοκρατικά χαρακτηριστικά: μετά το δεῖπνον οι άνδρες στεφανωμένοι έπιναν μαζί (ακολουθώντας συγκεκριμένους κανόνες), απάγγελναν ποιήματα, συζητούσαν και έπαιζαν παιχνίδια, ενώ στην αρχή και στο τέλος του συμποσίου έκαναν σπονδές και έψελναν ύμνους προς τιμήν των θεών. Το σκηνικό ενός τέτοιου συμποσίου χρησιμοποίησε ο Πλάτων για το δικό του ομώνυμο έργο (περ. 384 π.Χ.). Οργανωτής υπήρξε ο τραγικός ποιητής Αγάθων και αφορμή η νίκη του στα Λήναια του 416 π.Χ.. Θέμα της συζήτησης στο πλαίσιο του συμποσίου, την οποία αναδιηγείται στην αρχή του διαλόγου ο Απολλόδωρος όπως του την είχε αφηγηθεί κάποιος Αριστόδημος που ήταν παρών, είναι ο έρωτας. Οι συνδαιτυμόνες αναλαμβάνουν να παρουσιάσουν -ο καθένας κατά τη δική του αντίληψη και με τον δικό τον τρόπο- το θέμα. Μετά τους λόγους του Φαίδρου και του Παυσανία, που είναι γνωστοί μόνο από τους διάλογους του Πλάτωνα, ακολουθεί ο γιατρός Ερυξίμαχος, ο γνωστός κωμικός ποιητής Αριστοφάνης, ο Αγάθων και στο τέλος ο Σωκράτης, του οποίου ο λόγος αποτελεί την κορύφωση της συζήτησης. Σύμφωνα ωστόσο με τα λεγόμενα του Σωκράτη, οι απόψεις που θα εκθέσει αποτελούν αναπαραγωγή των όσων του είχε αναπτύξει η Διοτίμα, η ιέρεια από τη Μαντίνεια, όταν ο Σωκράτης είχε ισχυρισθεί ότι ο Έρωτας είναι μεγάλος και ωραίος θεός. Στο παρακάτω απόσπασμα από τη συζήτηση μεταξύ Σωκράτη και Διοτίμας, η Διοτίμα, αφού έχει αποδείξει στον Σωκράτη ότι ο Έρως δεν είναι θεός, εκθέτει τη δική της άποψη. Την αφορμή δίνει η ερώτηση του Σωκράτη για τη φύση του Έρωτα.



[202] (d) «Μα τι τέλος πάντων», είπα, «θα μπορούσε να είναι ο Έρωτας; Μήπως θνητός;»
«Σε καμιά περίπτωση.»
«Τότε τί;»
«Όπως και στα παραδείγματα που αναφέραμε προηγουμένως, κάτι μεταξύ θνητού και αθανάτου.»
«Δηλαδή, Διοτίμα, τι;»
«Δαίμων μέγας, Σωκράτη.1 Αφού βέβαια καθετί δαιμονικό βρίσκεται μεταξύ θεού και θνητού.»
«Και ποια είναι», είπα εγώ, «η ιδιαίτερη ικανότητά του;»
«Να διερμηνεύει και να μεταφέρει στους θεούς όσα προέρχονται από τους ανθρώπους, και στους ανθρώπους όσα προέρχονται από τους θεούς: τις δεήσεις και τις θυσίες των μεν, τις εντολές και τις ανταποδόσεις των δε. Και καθώς βρίσκεται στη μέση μεταξύ των δύο συμπληρώνει το κενό, ώστε το σύμπαν να αποτελεί ένα αδιάσπαστο σύνολο. Μέσω αυτής της δαιμονικής ικανότητας λειτουργεί τόσο ολόκληρη η μαντική όσο και η τέχνη των ιερέων που σχετίζεται με θυσίες, τελετουργίες, εξορκισμούς και γενικά με κάθε είδους μαγεία και μαγγανεία.2 [203] Ο θεός δεν έρχεται σε επαφή με τον άνθρωπο. Με τη μεσολάβηση αυτού του δαίμονα υπάρχει οποιαδήποτε επικοινωνία και συνομιλία των θεών με τους ανθρώπους, και ενόσω είναι ξάγρυπνοι και όταν κοιμούνται. Όποιος είναι γνώστης αυτών των πραγμάτων είναι άνδρας δαιμόνιος,3 όποιος γνωρίζει μόνον άλλα πράγματα, είτε πρόκειται για το χώρο της επιστήμης είτε των χειρωνακτικών εργασιών, αυτός είναι χυδαίος. Τέτοιοι, λοιπόν, δαίμονες υπάρχουν πολλοί και πολλών ειδών. Ένας από αυτούς είναι και ο Έρωτας.»
«Ποιος είναι ο πατέρας του», ρώτησα τότε εγώ, «και ποια η μητέρα του;»
(b) «Αυτό», απάντησε, «απαιτεί περισσότερο χρόνο για να στο διηγηθώ. Θα στο πω όμως.
»Όταν ήρθε στον κόσμο η Αφροδίτη, είχαν τραπέζι οι θεοί, με τους άλλους μαζί και ο Πόρος, ο γιος της Μήτιδας.4 Σαν απόφαγαν, ήρθε, όπως θα περίμενε δα κανείς σε μεγάλο φαγοπότι, η Πενία για να ζητιανέψει, και στεκόταν εκεί κοντά στην πόρτα. Ο Πόρος τότε μεθυσμένος από το νέκταρ -κρασί δεν υπήρχε ακόμη- βγήκε έξω στον κήπο του Δία5 και, καθώς είχε βαρύνει, έπεσε και κοιμήθηκε. Η Πενία εκείνη την ώρα, οδηγημένη από την ανέχειά της, συνέλαβε το σχέδιο να αποκτήσει παιδί από τον Πόρο. (c) Πλαγιάζει λοιπόν δίπλα του και έτσι συνέλαβε τον Έρωτα. Γι᾽ αυτόν προφανώς τον λόγο έγινε συνοδός και υπηρέτης της Αφροδίτης ο Έρως, επειδή συνελήφθη την ημέρα της γέννησής της και επειδή συγχρόνως είναι μέσα του έμφυτος ο έρωτας προς το ωραίο. Και η Αφροδίτη είναι ωραία.
»Σαν γιος λοιπόν του Πόρου και της Πενίας που είναι ο Έρως βρίσκεται στην εξής κατάσταση: Πρώτον είναι πάντα φτωχός και κάθε άλλο παρά απαλός και ωραίος, όπως νομίζει ο πολύς κόσμος. (d) Αντιθέτως, είναι τραχύς, ρυπαρός, ξυπόλυτος, άστεγος· πλαγιάζει πάντα χάμω, χωρίς στρώμα, κοιμάται κάτω από τον ανοιχτό ουρανό σε σκαλοπάτια και στις άκρες του δρόμου· μοιράζεται τη φύση της μάνας του και έχει για συγκάτοικο πάντα τη στέρηση. Σύμφωνα πάλι με τη φύση του πατέρα του επιβουλεύεται τα ωραία και τα εκλεκτά, είναι γενναίος, ριψοκίνδυνος, ορμητικός, κυνηγός τρομερός, που σκαρφίζεται συνεχώς τεχνάσματα, συγχρόνως όμως προικισμένος με πόθο για τη γνώση της αλήθειας αλλά και επινοητικότητα, διαρκώς σε όλη του τη ζωή αγαπά τη σοφία, δεινός σαγηνευτής, μάγος, σοφιστής. (e) Και δεν είναι η φύση του όμοια με αθάνατου ούτε όμως πάλι με θνητού. Άλλοτε μέσα στην ίδια μέρα ανθεί και ζει, όταν βρει τα μέσα, άλλοτε πεθαίνει, μα ξαναζωντανεύει πάλι χάρη στη φύση του πατέρα του. Ό,τι αποκτά κάθε φορά τρέχει σιγά σιγά και χάνεται. Δεν είναι λοιπόν ο Έρωτας ποτέ ούτε τελείως φτωχός σε μέσα ούτε πλούσιος. Και μεταξύ σοφίας και ανοησίας βρίσκεται πάλι στη μέση. Τα πράγματα έχουν δηλαδή ως εξής: κανείς θεός δεν αγαπά τη σοφία, ούτε ποθεί να γίνει σοφός -γιατί είναι. [204] Ούτε και κάποιος άλλος αν είναι σοφός, αγαπά τη σοφία. Όμως, από την άλλη, ούτε και όσοι είναι ανόητοι έχουν τον πόθο να γίνουν σοφοί. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το ανυπόφορο στην ανοησία, το ότι, χωρίς να είναι κανείς ωραίος, αξιοσέβαστος και γνωστικός, μένει ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Όποιος λοιπόν δεν θεωρεί πως κάτι του λείπει, εκείνος και δεν επιθυμεί αυτό που δεν φαντάζεται ότι του λείπει.»
«Ποιοι είναι λοιπόν, Διοτίμα, εκείνοι που φιλοσοφούν, αν δεν είναι ούτε οι σοφοί ούτε οι ανόητοι;»
(b) «Αυτό πια», είπε, «είναι φανερό ακόμα και σε ένα παιδί: όσοι βρίσκονται μεταξύ των δύο. Ένας από αυτούς είναι και ο Έρως. Διότι η σοφία είναι προφανώς από τα ωραιότερα πράγματα, και ο Έρως είναι έρωτας προς το ωραίο. Συνεπώς ο Έρως είναι κατ᾽ ανά­γκην φιλόσοφος, και ως φιλόσοφος είναι κάτι μεταξύ σοφού και ανοήτου. Αιτία και γι᾽ αυτό είναι η καταγωγή του. Ο πατέρας του ήταν σοφός και επινοητικός, η μητέρα του όμως ούτε σοφή ούτε επινοητική.»
(μετάφραση Σταύρος Τσιτσιρίδης)




Πηγή:

Ακολούθησε την ψυχή σου…--Σπάρτακος ο Εκπαιδευτής!--Αφύπνιση Συνείδησης

Ακολούθησε την ψυχή σου…

Πριν από πολλά χρόνια, διάβασα κάτι πολύ ωραίο, το οποίο, όμως, δε θυμάμαι ούτε ποιος το έγραψε ούτε που το διάβασα.
Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι το νόημα που πηγάζει από το συγκεκριμένο κείμενο.
«Ο Θεός, ως δημιουργός, αγάπησε τόσο πολύ τον άνθρωπο, που δε θέλησε να αποχωριστεί ποτέ το δημιούργημά του. Θέλοντας να είναι συνεχώς μαζί μας, αλλά και, συγχρόνως, να μην παρεμβαίνει στο δικαίωμα της ελεύθερης βούλησης, αποφάσισε να κρυφτεί. Και κρύφτηκε τόσο κοντά και τόσο μέσα μας, που δεν μπορούμε καν να το αντιληφθούμε. Πού κρύφτηκε, λοιπόν, ο Θεός; Μέσα στην ψυχή μας!».
Δεν είμαστε μόνο σώμα. Και σίγουρα, δεν είμαστε μόνο πνεύμα. Είμαστε πάνω από όλα ψυχές. Ψυχές οι οποίες επιζητούν ΜΟΝΟ τελείωση. Και η τελείωση πρόκειται να πραγματοποιηθεί, μόνο μέσα από μια διαρκή πνευματική προσπάθεια εξέλιξης, η οποία θα πρέπει να κατευθύνεται από ανιδιοτελή ΑΓΑΠΗ.
Το να ακούμε την ψυχή μας ή την εσωτερική μας φωνή δεν αποτελεί εκδήλωση εγωισμού, όπως το κοινωνικό status quo μάς έχει μάθει να πιστεύουμε. Η απόλυτη υπακοή στη διαίσθηση ή στο ένστικτό μας αποτελεί βασική υποχρέωσή μας. Εάν επιθυμούμε ευτυχία, χαρά και υγεία, θα πρέπει πάντα να ακολουθούμε το ένστικτό μας. Θα πρέπει πάντα να ακολουθούμε τις δικές μας επιθυμίες, τα δικά μας «θέλω» και τα δικά μας «πιστεύω». Θα πρέπει πάντα να εκφραζόμαστε και να συμπεριφερόμαστε ελεύθερα, χωρίς να μας ενδιαφέρει η άποψη τρίτων. Ούτε φυσικά και η γνώμη των αγαπημένων μας συγγενών και «φίλων».
Πόσοι από εμάς δεν «παραπλανηθήκαμε» από δικούς μας ανθρώπους, τους οποίους (απαράδεκτα) αφήσαμε να μας επηρεάσουν στις εκάστοτε αποφάσεις μας;
Πόσοι από εμάς δε χρονοτριβήσαμε ή χάσαμε τον προορισμό μας «εμπλεκόμενοι» σε σχέσεις ρουτίνας, σε λυκοφιλίες, σε «συμφέρουσες» επαγγελματικές συναλλαγές, σε δουλειές «βολέματος», σε «κομπίνες»,ενδεχόμενες «απάτες», αισχροκέρδειες και οτιδήποτε άλλο δεν εκφράζει σε καμία περίπτωση τον Αληθινό Εαυτό μας. Η φωνή του Θεού, που κρύβεται μέσα στην ψυχή μας, δε λαθεύει ποτέ. Είναι αυτό το gut feeling,που αισθανόμαστε ακριβώς κάτω από την ξιφοειδή απόφυση, δηλαδή στο ηλιακό μας πλέγμα. Είναι η εσωτερική φωνή που πάντα γνωρίζει τι ακριβώς και πότε χρειαζόμαστε να βιώσουμε το καθετί ως μια ακόμη προσωπική εμπειρία, προκειμένου να εξελιχθούμε ως προσωπικότητες.
Η ψυχή μας πάντα επιδιώκει την εμπειρία και την ικανοποίηση. Μόνο μια γεμάτη και χορτασμένη ψυχή από όλες τις «αμαρτίες» μπορεί να «αγιάσει». Το σφάλμα και η αμαρτία θα πρέπει να βιωθούν, για να μπορέσουν να νικηθούν. Τα πάθη μας θα πρέπει να κορεστούν, για να εγκαταλειφθούν. Δεν πολεμάς μια αρνητική κατάσταση με τη λήθη ούτε, φυσικά, και με τον αφορισμό. Πρέπει να φας όλο το βαζάκι με το φυστικοβούτυρο, για να συνειδητοποιήσεις οριστικά ότι αυτό δεν είναι η φυσική σου τροφή. Πρέπει να φτάσεις στο σημείο να μεθύσεις, για να συνειδητοποιήσεις αυτά που έκανες, είπες και δε θυμάσαι. Πρέπει να αρρωστήσεις πρώτα, για να εκτιμήσεις πόσο πολύτιμη είναι η υγεία.
Η ψυχή μας γνωρίζει ΜΟΝΟ το τι είναι καλό και συμφέρον για εμάς και την εξέλιξή μας. Μην προσπαθείτε να επιβάλετε τη γνώμη σας και τις απόψεις σας, ούτε ακόμη και στα παιδιά σας. Αφήστε τα ελεύθερα να εκφραστούν. Κανένας άνθρωπος δε συμπαθεί τους «κήρυκες». Κανείς δεν επηρεάζεται από τα λόγια μόνο. Το καλύτερο βοηθητικό μέσο είναι πάντα το ισχυρό και ακτινοβόλο παράδειγμά μας.
Σας προκαλώ να βιώσετε. Το εννοώ. Να βιώσετε τα πάντα. Ό,τι επιθυμεί η ψυχή σας. Δεν υπάρχουν «αμαρτίες». Ή μάλλον υπάρχει μόνο μία αμαρτία. Η αμαρτία που δεν πρόκειται να συγχωρεθεί ποτέ ούτε από εμάς τους ίδιους στο νήμα της ζωής μας, αλλά ούτε και από τον ίδιο το Δημιουργό.
Η αμαρτία τού να μην ακολουθούμε τις εντολές της θεϊκής πνοής μέσα μας. Αυτή είναι η μέγιστη αμαρτία, λοιπόν. Οι διαισθητικές μας απόψεις που δεν εκφράζονται, οι επιθυμίες μας που δεν ικανοποιούνται, οι σκέψεις και τα όνειρά μας που δεν τα πραγματοποιούμε, μας οδηγούν πάντα στην ψυχική κατάρρευση, η οποία, πάντα μα πάντα, οδηγεί σε σωματική ασθένεια.
Γι’ αυτό πίστευα και θα συνεχίζω να πιστεύω ότι όλες οι σημερινές ασθένειες είναι ψυχογενείς. Πρώτα αρρωσταίνει η ψυχή και μετά ακολουθεί, σαν ντόμινο, το σώμα.
Η ασθένεια του υλικού σώματος είναι αποτέλεσμα της «αντίστασης» της διάνοιας (προσωπικότητας) ενάντια στις υποδείξεις της ψυχής. Όταν με τον καιρό πάψουμε να ακούμε την όλο και πιο σιγανή εσωτερική φωνή μας (θεϊκή πνοή) και το μόνο που προσπαθούμε να κάνουμε είναι να επιβάλλουμε τις απόψεις μας σε τρίτουςa ή ακόμaη χειρότερα να αφήνουμε τρίτους να κάνουν «κουμάντο» στις επιλογές μας, τότε αναπόφευκτα θα υποφέρουμε από κάποια ασθένεια.
Όσες αποτοξινώσεις και να κάνετε, δε θα τα καταφέρετε, αν η ψυχή σας υποφέρει. Η μεγαλύτερη τοξίνωση του σώματος προέρχεται πάντα από το τοξικό συναίσθημα.
Ακολούθα την ψυχή σου. Εμπιστεύσου την εσωτερική σου φωνή. Μείνε ανεπηρέαστος από το «άρρωστο»σύστημα που προσπαθεί να μας υποδουλώσει.
Σπάσε τα δεσμά του «πρέπει». Επίβαλε τις απόψεις σου. Δείξε μας το χαρακτήρα σου χωρίς τις «μάσκες».Ξεδίπλωσε το ταλέντο σου. Κυνήγησε τα όνειρα σου. «Ξεζούμισε» τη ζωή σου. Δεν οφείλεις τίποτα και σε κανέναν.
Και όπως διατύπωσε πολύ εύστοχα ο μεγάλος Shakespeare:
«Να είσαι πιστός μόνο στον εαυτό σου και έπειτα, όπως ακριβώς μετά τη νύκτα έρχεται η ημέρα, δε θα αποδειχθείς σε κανέναν άπιστος».
Σπάρτακος ο Εκπαιδευτής!

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

Δυο ψυχές δε συναντιούνται ποτέ τυχαία---TherapyWave.eu--Χόρχε Λουίς Μπόρχες


Δυο ψυχές δε συναντιούνται ποτέ τυχαία

©TherapyWave.eu

Υπάρχουν άνθρωποι στη ζωή μας που μας κάνουν ευτυχισμένους…

απ΄την απλή σύμπτωση να συναντηθούν τα μονοπάτια μας…

Κάποιους τους έχουμε σε όλη τη διαδρομή στο πλάι μας…

βλέποντας πολλά φεγγάρια να περνάνε…

ενώ κάποιους τους βλέπουμε ελάχιστα μεταξύ δύο βημάτων μας…

Ίσως κάθε φύλλο ενός δέντρου χαρακτηρίζει τους φίλους μας…

Επιπλέον η μοίρα μάς φέρνει και άλλους φίλους…

αυτούς που δεν γνωρίζαμε ότι επρόκειτο να διασχίσουν το δρόμο μας…

Πολλούς από αυτούς τους ορίζουμε ως αδερφές ψυχές… φίλους Καρδιακούς…

Είναι ειλικρινείς… Eίναι αληθινοί… Ξέρουν πότε δεν είμαστε καλά…

Ξέρουν τι μας κάνει ευτυχισμένους!

Υπάρχουν επίσης οι περιστασιακοί φίλοι…

αυτοί που γνωρίζουμε σε κάποιες διακοπές ή για λίγες μέρες ή ώρες…

Αυτοί συνήθως στολίζουνε το πρόσωπό μας με πολλά χαμόγελα…

για όσο καιρό είμαστε κοντά τους…

Μιλώντας για κοντά…

δε θα μπορούσαμε να ξεχάσουμε τους μακρινούς μας φίλους…

εκείνους που είναι στην άκρη των κλαδιών…

και όταν ο άνεμος φυσάει εμφανίζονται πάντα…

μεταξύ του ενός φύλλου και του άλλου…

Περνάει ο καιρός… το καλοκαίρι φεύγει…

πλησιάζει το φθινόπωρο και χάνουμε κάποια από τα φύλλα μας…

μερικά γεννιούνται σ’ ένα άλλο καλοκαίρι…

και μερικά παραμένουν για πολλές εποχές…


Κάθε πρόσωπο που έρχεται στη ζωή μας είναι μοναδικό…

Πάντα αφήνει κάτι από τον εαυτό του και παίρνει ένα κομμάτι από εμάς…


Θα υπάρξουν και εκείνοι που μας πήραν πολλά…

αλλά δε θα υπάρξουν αυτοί που δε μας άφησαν τίποτα…


Αυτή είναι η μεγαλύτερη ευθύνη της ζωής μας και η πιο προφανής απόδειξη…

Πως δύο ψυχές δε συναντήθηκαν ποτέ τυχαία!

Χόρχε Λουίς Μπόρχες ©TherapyWave.eu | Πηγή: Healing Effect 

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών στον σύγχρονο βίο---Ευάγγελος Λεμπέση-Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ



Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών στον σύγχρονο βίο





H βλακεία, ως αντίθετο της ευφυΐας, χαρακτηρίζει ιδιαίτερα ορισμένους τύπους και ομάδες ανθρώπων που βλέπουν την εξουσία σαν πηγή εξυπηρέτησης ιδιοτελών συμφερόντων και πελατειακών διασυνδέσεων. Έτσι οι «βλάκες», εν αντιθέσει προς τους ευφυείς, επιδιώκουν, συνήθως με ανέντιμα, αθέμιτα ή και παράνομα μέσα, να εξυπηρετήσουν ιδιοτελή συμφέροντα εις βάρος του κοινού αγαθού. Το πρόβλημα τους ομως είναι ότι δεν διαθέτουν την διανοητική ικανότητα να διακρίνουν τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των ενεργειών τους στην κοινωνία και στον ίδιο τους τον εαυτό. Ο κύριος στόχος της μελέτης, η οποία διατρέχεται από ένα πολύ ιδιάζον χιούμορ, είναι να αναδείξει ουσιώδεις διαστάσεις και όψεις της παθογένειας της νεοελληνικής κοινωνίας, οι οποίες φαίνεται να είναι διαχρονικές και οπωσδήποτε σύγχρονες.
Ο κοινωνιολόγος Ευάγγελος Λεμπέσης διετέλεσε πολιτικός σχολιαστής, αρθρογράφος, καθηγητής Παντείου, αρχισυντάκτης πολλών εντύπων, διευθυντής ραδιοφωνικού σταθμού Αθηνών και πολλά άλλα, από το 1930 μέχρι το 1956 περίπου. Γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1906 και σπούδασε στη Γερμανία. Το δοκίμιο αυτό, που γράφτηκε στην αρχική του μορφή στην καθαρεύουσα το 1941, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 1941 στο νομικό περιοδικό «Εφημερίς των Ελλήνων Νομικών» και αναδημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 1976 στο νομικό περιοδικό «Διοικητική Δικαιοσύνη», αποτελεί μια κοινωνική κριτική εναντίον της διαφθοράς και της αναξιοκρατίας, και σήμερα κυκλοφορεί τόσο σε έντυπη όσο και σε ηλεκτρονική μορφή.
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΒΛΑΚΩΝ



Οι βλάκες ταξινομούνται σε δύο κύριες μεγάλες ομάδες, τελείως αντίθετες μεταξύ τους, και ακόμη άλλες τρείς παραλλαγές. Η πρώτη ομάδα βρίσκεται στις κατώτερες κοινωνικές βαθμίδες, κατέχει τις υποδεέστερες κοινωνικές θέσεις και αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης. Το ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στη δεύτερη ομάδα, οι βλάκες της οποίας κατέχουν σπουδαίες θέσεις στην κοινωνία. Με βάση την αρχή της ελαχίστης προσπαθείας, συνασπίζονται για να αντιμετωπίσουν μια ισχυρότερη δύναμη στο πρόσωπο των ολίγων ή του ενός, και οργανώνονται σε ομάδες, οι οποίες στην κοινωνιολογία ονομάζονται «κλίκες».

Αυτός ο τύπος ανθρώπου έχει μία μανία, να ανήκει σε οργανώσεις, πάσης φύσεως και όσο το δυνατό περισσότερες. Αυτό εξηγείται πρώτα πρώτα από την έλλειψη ατομικότητας, η οποία συνεπάγεται μία μεγάλη ευκολία αγελοποίησης. Εκτός τούτου, διακατέχεται συνεχώς από φόβο και πανικό μήπως περιέλθει σε οποιοδήποτε «περιθώριο». Αποτέλεσμα: Δημιουργείταιαυτόματη συρροή βλακών σε πάσης φύσεως οργανώσεις. Και εάν μεν οι οργανώσεις αυτές είναι συμφεροντολογικές, διατηρούν τουλάχιστον την σοβαρότητα των συμφερόντων τους. Εάν όμως είναι πνευματικές, συν τω χρόνω, περιέρχονται σε πλήρη βλακοκρατία.
Κατόπιν όλων τούτων επόμενο είναι ότι οι λεγεώνες των βλακών ωθούνται και υφίστανται ακατανίκητη έλξη από τις παντός είδους αγελαίες, αντιατομιστικές και ομαδιστικές οργανώσεις και θεωρίες, καθώς επίσης και από πάσης φύσεως παρεμβατισμό ή διευθυνομένη οικονομία. Έτσι εξηγείται και η ατελείωτη επιλογή βλακών στα ομαδικά συστήματα, η οποία με την βοήθεια μιας πολιτικής βίας κατοχυρώνεται και σαν πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς. Η ελευθερία της σκέψης (χρήσιμη μόνον σε εκείνους που διαθέτουν σκέψη) είναι για τους βλάκες ιδιαίτερα αντιπαθητική, διότι ασκούμενη από άλλους στρέφεται εναντίον τους, εναντίον των συμφερόντων τους και εναντίον των εξουσιαστικών θέσεων τις οποίες κατέχουν.
Με βάση τα παραπάνω είναι εύκολο να ερμηνευτεί και η ακατανίκητη τάση των βλακών προς πάσης φύσεως αγελαίες εμφανίσεις, κοσμικές συγκεντρώσεις, προβολή από τα Μ.Μ.Ε, διακρίσεις, τίτλους, «διπλώματα» και κάθε είδους «παράσημα». Και εδώ προκύπτει ένα μεγάλο ερώτημα: Από πού κι’ ως πού είναι δεδομένη η δυνατότητα της βλακικής αγέλης να δράσει με τρόπο αποτελεσματικό; Αυτό συμβαίνει κατά πρώτον διότι ωρισμένοι βλάκες κατέχουν θέσεις υποδεέστερες μεν, αλλά εντελώς «μοιραίες» στον κοινωνικό οργανισμό, ο οποίος στην πράξη βασίζεται στις κατώτερες του βαθμίδες. Στην πράξη, τα πρόσωπα των ανωτέρων βαθμίδων εξαρτώνται από τα κατώτερα και μερικές φορές μάλιστα αυτή η εξάρτηση παίρνει μορφές καθαρά εκβιαστικές. Για παράδειγμα, ένας υπάλληλος μπορεί να προωθήσει ή να ενταφιάσει μία υπόθεση σε μία υπηρεσία ή να καλύψει έναν εγγληματία σε μία αστυνομική αρχή, σε περίπτωση που τα κατώτερα πρόσωπα της ιεραρχίας είναι αλληλέγγυα προς αυτόν. Κατά δεύτερον οι «κλίκες» μπορούν να προωθήσουν τα μέλη τους σε ανώτερες βαθμίδες και να αναδείξουν τον εαυτόν τους, παρακωλύοντας αντίθετες ενέργειες υπερκειμένων παραγόντων για την προώθηση προσώπων αξίων και ικανών. Έτσι, τα δεδομένα της βλακοκρατείας κλιμακώνονται και η καταστάσεις διαιωνίζονται. Ενός βλακός ερχομένου, μύριοι έπονται. Διότι ένας βλάξ, εφόσον ανέλθει, θα προωθήσει πρόσωπα μόνον κατώτερα από τον εαυτόν του.
Οι βλάκες ταξινομούνται σε τρείς μεγάλες υποομάδες ή παραλλαγές. Η πρώτη παραλλαγήπεριλαμβάνει βλάκες και ανίκανους οι οποίοι ανέρχονται και επικρατούν ατομικά και καταλαμβάνουν θέσεις στις οποίες η ανεπάρκεια τους είναι τουλάχιστον ανεκτή αν όχι και πλεονεκτική. Πολλές φορές οι άνθρωποι αυτοί καταλαμβάνουν αξιώματα με τα οποία ουδέποτε θα καταδεχόταν να ασχοληθεί ένας σοβαρά απασχολούμενος άνθρωπος. Άλλοτε όμως μπορεί να γίνουν ακόμη και σοβαροί παράγοντες μίας κυβέρνησης ή ακόμη και πρόεδροι μίας Δημοκρατίας. Και βέβαια όλα τα αξιώματα διανθίζονται με διακρίσεις, παράσημα, δεξιώσεις κ.ο.κ. Για μία τέτοιου είδους άνοδο απαιτούνται ειδικά προσόντα: Πρώτον παντελής έλλειψη προσωπικότητας. Αυτή εκδηλώνεται με μόνιμη απουσία γνώμης πάνω στο οποιοδήποτε ζήτημα, με το φόβο της σύγκρουσης και της διαφωνίας, καθώς επίσης και με μία ολιγόλογη ανιαρότητα, η οποία μπορεί να εκληφθεί και σαν βαθύνοια ή σοβαρότητα, στην πραγματικότητα όμως οφείλεται απλά και μόνον στην απόλυτη έλλειψη πνεύματος. Με λίγα λόγια αυτού του τύπου οι βλάκες είναι σοβαροφανείς και διακρίνονται σε δύο υποομάδες: Αυτούς που «ψωνίζουν», δηλαδή αγοράζουν αλλά δεν πουλάνε, και αυτούς που «σνομπάρουν».
Αυτοί που «ψωνίζουν» έχουν έκδηλη στο πρόσωπο την βλακώδη πονηρία. Η εξυπνάδα ενός τέτοιου βλάκα συνίσταται στην πεποίθηση της ικανότητας του να κρύβει με μεγάλη επιμέλεια την ίδια του την εξυπνάδα. Έτσι λοιπόν αποφεύγει να μιλάει και περιορίζεται να ακούει τα λεγόμενα των άλλων, τα οποία μάλιστα συνοδεύει και με ένα εξυπνώδες ηλίθιο μειδίαμα. Αποφεύγει να απαντά, διότι βεβαίως δεν είναι «κουτός» για να εκτεθεί. Κατ’ αρχήν θεωρεί τον κάθε άνθρωπο εχθρό, ο οποίος καραδοκεί να του αρπάξει, με σκοπό να τον εκθέσει, όποια τυχόν εκδήλωση του ξεφύγει κατά λάθος. Γι’ αυτό και ένας τέτοιος τύπος είναι όλη την ώρα ιδιαίτερα προσεκτικός. Τον καθένα που εκφράζεται με γνώμες και απόψεις τον θεωρεί αναμφισβήτητα βλάκα, ενώ ο ίδιος φροντίζει να κρύβει με επιμέλεια την ευφυϊα του πίσω από ένα συγκαταβατικό μειδίαμα. Για τους διανοούμενους, και ιδίως για αυτούς που αγωνίζονται, τρέφει απέραντη περιφρόνηση και τους αντιμετωπίζει με συγκρατημένη αυτοπεποίθηση, συγκατάβαση και μετριόφρονα υπεροχή.
Αυτοί που «σνομπάρουν» αποτελούν μία πραγματική κοινωνική μάστιγα. Αυτοί, ως επί το πλείστον, μιλούν πολύ και περιπλέκουν με υπέρμετρο στόμφο πράγματα μικρά, προφανή και αυτονόητα που τα παρουσιάζουν για μεγάλα, δυσνόητα και σπουδαία. Διανθίζουν μάλιστα και το πομπώδες ύφος τους με μία στάση προστατευτική, η οποία ζητά να κατακτήσει την συμπάθεια του κόσμου, ενώ στην πραγματικότητα μοναδικό σκοπό έχει να υποτιμήσει τους άλλους.
Στη δεύτερη παραλλαγή εντάσσονται οι λεγόμενες χρυσές μετριότητες, οι οποίες μέσα σε μία στοιχειώδη εξυπνάδα αποφασίζουν να υποδυθούν ότι είναι βλάκες, να κάνουν δηλαδή την «πάπια», όπως λέει και ο λαός. Είναι δηλαδή κάποιοι στοιχειωδώς ευφυιείς οι οποίοι υποκρίνονται, διότι, ζώντας ανάμεσα σε τελείως βλάκες, ξέρουν ότι, αν η στοιχειώδης ευφυία τους αποκαλυφθεί, η παρουσία τους κινδυνεύει να γίνει ασύμφορα προκλητική. Αυτός ο ρόλος βέβαια είναι ιδιαίτερα δύσκολος. Πρώτα πρώτα, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να κρύψει κανείς την οποιανδήποτε πνευματική ή ψυχική ζωή του και τις αναπόφευκτες αντανακλάσεις της όποιας εσωτερικότητας στην εξωτερική του εμφάνιση. Έτσι η παρουσία ενός στοιχειωδώς ευφυιούς, που δεν διαθέτει και ιδιαίτερο υποκριτικό ταλέντο και προσπαθεί να κάνει την «πάπια», εκπέμπει μία αύρα ανθρώπου σε κατάσταση άμυνας ή φυγής και στη χειρότερη περίπτωση ζώου σε κατάσταση πανικού. Τα αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα της απέχθειας και του φόβου για τους απέναντι, της αποφασιστικότητας να ξεπεράσει τον εαυτό του αλλά και της αυτοαπόρριψης για τον συμβιβασμό που κάνει, προδίδουν την επί της ουσίας αδυναμία του να συναγωνιστεί τους «άλλους». Άλλωστε, οι άλλοι, ως γνήσιοι βλάκες, δηλαδή φτωχοί στο πνεύμα και επίπεδοι στο συναίσθημα, διαθέτουν τέτοιο ένστικτο καχυποψίας, εξ αιτίας του οποίου η κάθε προσπάθεια του στοιχειωδώς ευφυϊούς για να υποκριθεί ματαιώνεται και η κάθε πραγματική του ειλικρίνεια εκλαμβάνεται σαν υποκρισία.
Ο βλάκας έχει την ένστικτη καχυποψία τόσο ανεπτυγμένη, ώστε αδυνατεί να αναγνωρίσει και να εννοήσει συλλογισμούς και ευφυϊείς υπολογισμούς που βασίζονται στην διάννοια. Για τον βλάκα ο μηχανισμός της διάννοιας είναι ξένος και νοητικά απροσπέλαστος. Απέναντι στη σκέψη των άλλων αισθάνεται άοπλος και ανυπεράσπιστος. Έτσι, μία μόνον άμυνα διαθέτει, όπως ακριβώς ένα άγριο ζώο ή ένας πρωτόγονος άνθρωπος: Την ένστικτη καχυποψία. Η καχυποψία και η απότοκος αυτής πονηρία λειτουργούν τελικά αντίθετα από την διάννοια και κόντρα σε αυτήν, παρά το γεγονός ότι, εξελικτικά, η διάννοια δεν είναι κάτι το οποίο αναπτύσσεται αντίθετα ή ανεξάρτητα από το ένστικτο, αλλά αποτελεί εμπλουτισμό του ενστίκτου με λογικά μέσα. Πονηρία είναι η ενεργητική όψη και το δεύτερο στάδιο της καχυποψίας, η πονηρία δηλαδή συνεπάγεται δράση. Δράση όμως κατά κύριον λόγο αμυντική, η οποία προϋποθέτει ένα ζώο πνευματικά αμήχανο και ενστικτωδώς πανικόβλητο. Ως εκ τούτου δε, και εξαιρετικά επικίνδυνο. Η βλακώδης ποιότητα συλλογισμών και συμπερασμάτων προάγει την παθητική άμυνα που λέγεται καχυποψία σε ενεργητική άμυνα και δράση εναντίον «υπόπτων»… Εκτός αυτού, βλακώδεις συλλογισμοί και συμπεράσματα έρχονται να τεθούν σε πρακτική εφαρμογή και να δραστηριοποιήσουν μεθόδους ανάλογης πνευματικής υποστάθμης, όπως κολακεία, ψεύδος, ραδιουργία, κλάψα και επαιτεία, προσφορά υπηρεσιών με ανήθικο περιεχόμενο, χαφιεδισμό, χειροφιλήματα, εκφωνήσεις λόγων, συρραφή κολακευτικών στίχων και ό,τι άλλο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, ανάλογα με την περίσταση. Αυτή η τελευταία θετική και προσοδοφόρα χρησιμοποίηση της πονηρίας ονομάζεται επιτηδειότης. Και εδώ συμβαίνει και πραγματοποιείται το εξής καταπληκτικό: Η ευτέλεια και η διανοητική κατωτερότητα των κολακευομένων προσδίδει μεγάλη δύναμη στα βλακώδη μέσα, τόσο μεγάλη ώστε οι βλάκες, με την λεγόμενη επιτηδειότητά τους, καταφέρνουν τελικά και πετυχαίνουν τον σκοπό τους, προωθούνται και επικρατούν.
Εδώ βεβαίως τίθεται ένα πάρα πολύ μεγάλο ερώτημα: Ποιά υποκατηγορία βλακών είναι η πλέον επικίνδυνη για την κοινωνία, αυτή που διαπράττει όλα όσα αναφέραμε παραπάνω ή εκείνη που θεωρεί ως ευφυείς όλους αυτούς τους επιτήδειους βλάκες; Με άλλα λόγια ποιός είναι περισσότερο βλάξ, ο κολακεύων ή ο κολακευόμενος; Όπως όμως και να έχει το ζήτημα, βέβαιον είναι ότι όλα τα μέσα της λεγόμενης επιτηδειότητας είναι εντελώς άσχετα με την ευφυϊα και ότι κανένας πραγματικά ευφυής δεν έχει καμία απολύτως ανάγκη να τα χρησιμοποιήσει από την στιγμή που η ευφυϊα αναμφισβήτητα δίνει στον κατέχοντα την δυνατότητα να πολεμήσει και να επικρατήσει με την αξία του. Ότι τα μέσα τα οποία χρησιμοποιούν οι επιτήδειοι είναι ευκολώτερα δεν αμφισβητείται. Ότι ο κολακευόμενος, εάν πιστέψει στην ειλικρίνεια του επιτηδείου είναι βλάξ, επίσης δεν αμφισβητείται. Είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί ότι, εαν ο κολακευόμενος είναι βλάξ, βλάξ θα είναι και αναγκαστικά και αυτός ο οποίος τον πείθει; Αλλοίμονο… Κανένας ευφυής δεν έχει μέχρι τώρα κατορθώσει να πείσει έναν βλάκα και καμία συνεννόηση δεν έχει επιτευχθεί μεταξύ ετερογενών εγκεφάλων. Δύο κεφαλές, για να συνεννοηθούν, πρέπει να είναι ή εξ ίσου κενές ή εξ ίσου πλήρεις. Κλασσική είναι η αποτυχία των ευφυών οι οποίοι κατά καιρούς αποπειράθηκαν να εισέλθουν στον ψυχοδιανοητικό κόσμο των βλακών. Και αλλοίμονο… Εάν οι βλάκες τυχαίνει κάποτε να είναι και ισχυροί εξουσιαστές των υψηλών αξιωμάτων, τραγική είναι η μοίρα των αποτυχόντων ευφυών. Τόσο τραγική μέχρι του σημείου να οδηγηθούν αυτοί οι άτυχοι στην απελπισία και καμιά φορά και στον τερματισμό της σταδιοδρομίας τους ή ακόμα και της ζωής τους. Αντιθέτως, ούτε ένα νέφος δεν διατάραξε ποτέ την σύμπνοια μεταξύ των ομοειδών εκείνων βλακών οι οποίοι θεωρούν τους ατυχήσαντες αυτούς ευφυείς αναμφισβητήτως βλάκες.
Η τρίτη παραλλαγή αποτελεί μία προχωρημένη μορφή της προηγουμένης. Εδώ εντάσσονται κάποιοι βλάκες-απατεώνες, συνοδευόμενοι μάλιστα από μία ακόμη βλακώδη υποομάδα, τους βλάκες-θαυμαστές των απατεώνων. Οι πρώτοι δεν διστάζουν να διακηρύττουν με κομψότητα, βάσει κάποιου λεγόμενου ωφελιμισμού, ότι η τιμιότητα είναι βλακεία. Όμως, αν ένας βλάκας καταφεύγει στην επιτηδειότητα λόγω των πενιχρών πνευματικών του μέσων, εξ αιτίας της ίδιας πενίας και έλλειψης θα καταφύγει και στην απάτη. Ως γνωστόν, απάτη είναι είτε η παρουσίαση ψευδών πραγμάτων ως αληθών, είτε και η απλή αποσιώπηση της αλήθειας. Από έναν τέτοιον ορισμό προκύπτει η επικρατέστερη άποψη των συνηθισμένων ανθρώπων ότι η απάτη επιτυγχάνει αφ ενός μεν λόγω της ευφυϊας του απατεώνα, αφ ετέρου δε λόγω της ευπιστίας του θύματος. Όμως, ο καθένας, ακόμη και ένας βλάκας, μπορεί να παρουσιάσει ψεύτικα πράγματα ως αληθινά. Η απάτη είναι ο διανοητικά ευκολώτερος δρόμος, γι’ αυτό και καταφεύγει σε αυτήν ο στερημένος από άποψη ευφυϊας. Αντιθέτως τα έντιμα μέσα είναι δυσκολώτερα, διότι προϋποθέτουν διανοητική ενέργεια και πραγματική ατομική αξία. Παρόλα ταύτα, μεταξύ των θαυμαστών των απατεώνων είναι ευρύτατα διαδεδομένη η αντίληψη ότι ένας απατεώνας όχι μόνον αποκλείεται να είναι βλάκας, αλλά οπωσδήποτε είναι ευφυής. Αυτή η αντίληψη προέρχεται από την «θεωρία» των βλακών περί της ευπιστίας. Πράγματι, είναι αλήθεια ότι ο βλακωδέστερος των βλακών θα μπορούσε να εξαπατήσει έναν Κάντ ή έναν Μπετόβεν. Κι’ αυτό διότι η ευπιστία, θεωρώντας εκ των προτέρων τα άλλα άτομα ως έντιμα και συνεπώς ευφυή, είναι το μεγαλύτερο τεκμήριο πνευματικής ανάπτυξης και πολιτισμού. Όμως οι βλάκες είναι εθισμένοι να «σκέπτονται» όχι με τον νοητικό μηχανισμό, τον οποίον άλλωστε δεν διαθέτουν, αλλά με χονδροειδείς και μόνον εξωτερικές εντυπώσεις. Δεν ερευνούν τις αιτιοκρατικές σχέσεις, αλλά εντυπωσιάζονται από το μεμονωμένο γεγονός μιας επιτυχημένης απάτης, και από ένα τέτοιο γεγονός συνάγεται με συνοπτικές διαδικασίες αφ ενός μεν η βλακεία του θύματος, αφ ετέρου δε η ευφυϊα του απατεώνος.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΒΛΑΚΩΝ


Eύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η παραγωγή βλακών δεν είναι ταξική. Η φύση δεν έδωσε σε μία ωρισμένη κοινωνική τάξη το επίζηλο αυτό προνόμιο. Καμία κοινωνική τάξη δεν στερήθηκε τους βλάκες και τον ιδιαίτερο κοινωνικό τους ρόλο. Η βλακεία δεν έχει ταξική πατρίδα. Ψυχολογικές είναι οι διαφορές που δημιουργούν τις ποικιλίες και τις παραλλαγές μεταξύ των βλακών που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και η εκάστοτε ανώτερη τάξη φαίνεται ότι έχει προικιστεί πλουσιοπάροχα με τους πλέον διασκεδαστικούς από τους τύπους αυτούς. Ο βλάκας της ανώτερης τάξης, με την φυσική ατροφία στον βουλητικό του κόσμο και χωρίς καμία δικιά του πνευματικότητα, λαμβάνει πολύ σοβαρά υπ’ όψιν του την ατελείωτη σειρά από τα «πρέπει» και τις απαγορεύσεις που του επιβάλλει η ευπρεπής του οικογένεια. Έτσι, μέσα στον ταξικό του κύκλο κερδίζει τον τίτλο του «καλού παιδιού», ενώ στην αντικειμενική διάλεκτο θα μπορούσε να αποκληθεί με επιείκεια «ευπρεπής» ή «καθώς πρέπει βλάξ». Αντίθετα, ένα παιδί του λαού ονομάζεται σε αντίστοιχη περίπτωση, κατά κυριολεξία και χωρίς επιείκεια, πολύ απλά και πολύ λαϊκά και εντελώς απερίφραστα «κόπανος». Και στα πλαίσια της κατώτερης κοινωνικής τάξης τα πράγματα είναι για τον βλάκα πάρα πολύ πιο δύσκολα. Ένας βλάκας ανώτερης κοινωνικής τάξης απολαμβάνει στην μαθητική του ηλικία όλη την μορφωτική αγωγή και περιποίηση, που τον κάνουν να παραμένει ψυχολογικά αμείωτος. Αυτό όμως σε πρεσβύτερη ηλικία επαυξάνει την γελοία του αυτοπεποίθηση, του δίνει την δυνατότητα να φτάσει ανενόχλητος σε υψηλά κοινωνικά αξιώματα και η ατομική του ύπαρξη, ως μη ώφειλε, είναι γνωστή στην κοινωνία. Αντίθετα ένας βλάκας-παιδί του λαού χειραγωγείται πολύ σκληρά, τόσο από τους γονείς του, όσο και από τους δασκάλους του και τους συμμαθητές του στο σχολείο. Και αυτή η σκληρότητα μπορεί να τον φτάσει μέχρι την πλήρη ψυχολογική εξουθένωση με την υποτίμηση, τους προπηλακισμούς, τις φάρσες, τις ύβρεις και τις βιαιοπραγίες. Μετά από όλα αυτά βέβαια ο βλάξ των λαϊκών τάξεων είναι πάρα πολύ δύσκολο να ανέλθει στην κοινωνική κλίμακα, γι’ αυτό και, σε σύγκριση με τον γεμάτο αυτοπεποίθηση και έπαρση βλάκα των ανωτέρων τάξεων, είναι πολύ λιγώτερο γελοίος, συμπαθέστερος, σεμνότερος, εν πολλοίς άγνωστος και βεβαίως ακινδυνώτερος. Όπως και να έχουν τα πράγματα όμως, το πνευματικό προλεταριάτο πάσης ταξικής καταγωγής είναι ένα και ενιαίο.
ΤΕΛΙΚΑ ΜΗΠΩΣ Η ΤΙΜΙΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΒΛΑΚΕΙΑ;


Μετά από όλη αυτήν την θεώρηση των πραγμάτων, ένα μεγάλο ζήτημα που προκύπτει είναι η σχέση μεταξύ του βλάκα και του επιτήδειου ή και του απατεώνα. Με άλλα λόγια, η σχέση ανάμεσα στην τιμιότητα και την βλακεία ή ανάμεσα στην ανηθικότητα και την ευφυϊα. Οι περισσότεροι συνηθισμένοι άνθρωποι θεωρούν τον επιτήδειο και τον απατεώνα ενδεχομένως ανήθικους, τους κατατάσσουν όμως αναμφισβήτητα μεταξύ των ευφυϊών. Οι περισσότεροι συνηθισμένοι άνθρωποι διαχωρίζουν την ανηθικότητα από την βλακεία και το ήθος από την ευφυϊα. Όμως συμβαίνει εντελώς το αντίθετο: Ο επιτήδειος και ο απατεών είναι απλά και μόνον υποδιαιρέσεις του βλακός. Και ιδού πώς: Κανένας άξιος άνθρωπος δεν έχει ανάγκη την επιτηδειότητα και την απάτη για να προωθηθεί και να επικρατήσει. Κανένας άνθρωπος με πραγματική αξία δεν έχει ανάγκη να γίνει επιτήδειος ή απατεών. Η πονηρία αποτελεί φυσική ιδιότητα των βλακών και αναπτύσσεται σαν η μόνη εφικτή άμυνα, στην οποία η φυσική ατροφία του νοητικού μηχανισμού των βλακών επιτρέπει να αναπτυχθεί. Από αυτήν και μόνον την διαπίστωση προκύπτει ότι μόνον ένας άνθρωπος πνευματικά ανάπηρος έχει ανάγκη την επιτηδειότητα και την απάτη για να προωθηθεί και να επικρατήσει. Απόλυτη συνέπεια τηςπνευματικής αναπηρίας ενός βλάκα είναι άλλωστε όχι μόνον η αγελαία του τάση, όχι μόνον ηπροώθησή του, πλάτη με πλάτη, με την λεγεώνα των ομοίων του, αλλά και η έλλειψη αντίθετης γνώμης, η αποφυγή κάθε σύγκρουσης και κάθε μάχης, και η προσφυγή, αντί όλων αυτών, στα ευτελέστερα και ευκολώτερα μέσα της κολακείας, των εκδουλεύσεων, τηςεπιτηδειότητας και της απάτης. Εξ’ ού και έπεται το ακλόνητο τούτο δόγμα: Η ανηθικότητα αποτελεί αποκλειστικό προϊόν βλακείας.

Συγγραφέας: Ευάγγελος Λεμπέσης