-ΕΨΙΛΟΝ-

-ΕΨΙΛΟΝ-
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΔΙΠΛΟΥ ΕΨΙΛΟΝ-Το γράμμα Ε ως αριθμός συμβολίζεται με τον αριθμό 5. Τα 4 κοσμογονικά στοιχεία της Γής, του Αέρα, του Νερού και του Πυρ με την πεμπτουσία του Ουράνιου - Αιθέρα. Όλα τα παραπάνω συνθέτουν τον Άνθρωπο. Ομοίως γνωρίζουμε ότι το ιερό πεντάγραμμο (πεντάλφα) συμβολίζει τον άνθρωπο και παράλληλα τα 5 στοιχεία που τον αποτελούν κατά τους Πυθαγόρειους μύστες όπου το είχαν σαν ιερό σύμβολο.Τό Ε δηλώνει, τον Ενωτικό χαρακτήρα τού Τρισυπόστατου Θείου και γι' αυτό αφιερώθηκε, μαζί με τα ''Γνώθι σ’αυτόν'' καί ''Μηδέν Άγαν'', που είναι επίσης Ενωτικά παραγγέλματα - αφού δεν νοείται Ένωσης χωρίς την βαθιά, Νοητική γνώση τού Εγώ, αλλ' ούτε και προσέγγισης της με παραθλαστικές λειτουργίες υπερβολής- στον Θεό τού Φωτός και της Αρμονίας. Αυτό το στοιχείο της Ένωσης συνηγορεί προς την ονομασία ''Γάμος'', που έδωσαν στο Ε, οι Πυθαγόρειοι.ΠΥΘΙΑ. blogspot.gr-- -
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΘΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΘΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Η συνείδηση και η ζωή--- Ανρί-Λουίς Μπεργκσόν (γαλλ.: Henri-Louis Bergson, 18 Οκτωβρίου 1859 – 4 Ιανουαρίου 1941). Απόσπασμα από διάλεξη στο Πανεπιστήμιο του Birmingham, 29 Μαΐου 1911 Μετάφραση: Πολυξένη Ζινδριλή/ Επιμέλεια: Γιάννης Πρελορέντζος-----




<<Μόνο στον άνθρωπο, κυρίως στους καλύτερους από μας, η ζωτική κίνηση συνεχίζεται απρόσκοπτα, εξαπολύοντας, μέσα από αυτό το έργο τέχνης που είναι το ανθρώπινο σώμα και το οποίο δημιούργησε στην πορεία της, το απεριόριστα δημιουργικό ρεύμα του ηθικού βίου. Ο άνθρωπος, που καλείται ακατάπαυστα να στηρίζεται σε ολόκληρο το παρελθόν του για να επηρεάσει όσο είναι δυνατόν το μέλλον, είναι το μεγάλο επίτευγμα της ζωής.>>


«Αν το άτομο πάψει να έχει συνείδηση της ύπαρξής του σ’ αυτή τη ρουτίνα, η κοινωνία λησμονεί επίσης τον προορισμό της- αμφότερα, σε υπνοβατική κατάσταση, κάνουν και ξανακάνουν εις το διηνεκές το γύρο του ίδιου κύκλου, αντί να προχωρούν ευθεία μπροστά προς μια μεγαλύτερη κοινωνική αποτελεσματικότητα και προς μια πληρέστερη ατομική ελευθερία»





Αν όντως συνείδηση σημαίνει επιλογή και αν ο ρόλος της συνείδησης είναι να αποφασίζει, είναι αμφίβολο ότι συναντούμε τη συνείδηση σε οργανισμούς που δεν κινούνται αυθόρμητα και δεν χρειάζονται να λαμβάνουν αποφάσεις.


Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει έμβιο ον που να φαίνεται εντελώς ανίκανο για αυθόρμητη κίνηση. Ακόμη και στον φυτικό κόσμο, όπου ο οργανισμός είναι εν γένει καθηλωμένος στο έδαφος, η ικανότητα κίνησης είναι μάλλον αποκοιμισμένη παρά απούσα* αφυπνίζεται όταν μπορεί να αποβεί χρήσιμη. Πιστεύω ότι όλα τα έμβια όντα, τόσο τα φυτά όσο και τα ζώα, την κατέχουν, ωστόσο πολλά την αποποιούνται.


Το διαπιστώνουμε κατ’ αρχάς σε πολλά ζώα, κυρίως μεταξύ εκείνων που ζουν παρασιτικά εις βάρος άλλων οργανισμών και τα οποία δεν χρειάζεται να μετακινηθούν για να βρουν την τροφή τους* το διαπιστώνουμε κατόπιν στην πλειονότητα των φυτών: δεν είναι άραγε, όπως έχει ειπωθεί, παράσιτα της γης; Μου φαίνεται λοιπόν πιθανό ότι η καταγωγικά εμμενής σε οτιδήποτε ζει συνείδηση, αποκοιμάται εκεί όπου δεν υπάρχει πια αυθόρμητη κίνηση και εγείρεται όταν η ζωή προσανατολίζεται προς την ελεύθερη δραστηριότητα. Καθένας από εμάς έχει άλλωστε επαληθεύσει αυτό το νόμο στον ίδιο του τον εαυτό.


Τι συμβαίνει όταν μια πράξη μας παύει να είναι αυθόρμητη για να γίνει αυτοματική; Η συνείδηση αποσύρεται από αυτήν. Κατά την εκμάθηση μιας άσκησης, για παράδειγμα, αρχίζουμε έχοντας συνείδηση καθεμιάς από τις κινήσεις που εκτελούμε, επειδή προέρχεται από εμάς, επειδή προκύπτει από μια απόφαση και προϋποθέτει μια επιλογή* κατόπιν, όσο αυτές οι κινήσεις συμπλέκονται περισσότερο μεταξύ τους και καθορίζουν πιο μηχανικά η μια την άλλη, απαλλάσσοντάς μας έτσι από την απόφαση και την επιλογή, η συνείδηση που έχουμε των εν λόγω κινήσεων ελαττώνεται και εξαφανίζεται.


Από την άλλη, ποιες είναι οι στιγμές που η συνείδησή μας φτάνει στο απόγειο της ακμής της; Δεν είναι τάχα εκείνες οι στιγμές εσωτερικής κρίσης, όπου διστάζουμε να πάρουμε μια απόφαση, όπου αισθανόμαστε ότι το μέλλον μας θα είναι αυτό που θα το έχουμε .Οι μεταβολές έντασης της συνείδησής μας μοιάζουν λοιπόν να αντιστοιχούν στον κατά το μάλλον ή ήττον μεγαλύτερο αριθμό επιλογών ή, αν θέλετε, δημιουργίας, που κατανέμουμε στη συμπεριφορά μας.






Τα πάντα οδηγούν στο να πιστεύουμε ότι αυτό είναι το γνώρισμα της συνείδησης εν γένει. Αν συνείδηση σημαίνει μνήμη και προεξόφληση, τούτο συμβαίνει διότι η συνείδηση είναι συνώνυμη της επιλογής. Ας παραστήσουμε λοιπόν την έμβια ύλη στη στοιχειώδη της μορφή, όπως μπόρεσε να παρουσιαστεί αρχικά. Είναι μια απλή μάζα πρωτοπλασματικής κολλώδους ουσίας σαν εκείνη της αμοιβάδας* μπορεί να αλλάζει κατά βούλησιν μορφή και άρα είναι αορίστως συνειδητή. Τώρα, για να αυξηθεί και να εξελιχθεί, δύο δρόμοι ανοίγονται μπροστά της. Από τη μια, μπορεί να προσανατολιστεί στην κίνηση και τη δράση, την ολοένα και πιο αποτελεσματική κίνηση και την ολοένα και πιο ελεύθερη δράση: πρόκειται για την οδό της διακινδύνευσης και της περιπέτειας, αλλά επίσης για την οδό της συνείδησης με τις αύξουσες διαβαθμίσεις της σε βάθος και σε ένταση.



Από την άλλη, μπορεί να εγκαταλείψει την ικανότητα δράσης και επιλογής, το σχεδίασμα της οποίας φέρει εντός της, και να κατορθώσει να πετύχει επιτόπου όλα όσα της χρειάζονται, αντί να πάει να τα αναζητήσει: πρόκειται για την οδό της εξασφαλισμένης, ήσυχης, αστικής ύπαρξης, αλλά επίσης για την οδό της νάρκης, πρώτου αποτελέσματος της ακινησίας* πολύ σύντομα θα επέλθει ο οριστικός λήθαργος, η ασυνειδησία. Αυτοί είναι οι δύο δρόμοι που προσφέρονταν στην εξέλιξη της ζωής. Η έμβια ύλη ακολούθησε εν μέρει τον ένα, εν μέρει τον άλλο. Ο πρώτος χαρακτηρίζει αδρομερώς την κατεύθυνση του ζωικού κόσμου (διευκρινίζω «αδρομερώς», επειδή πολλά ζωικά είδη αποποιούνται την κίνηση και, συνεπώς, ασφαλώς και τη συνείδηση)* ο δεύτερος αντιπροσωπεύει αδρομερώς την κατεύθυνση των φυτών (επαναλαμβάνω «αδρομερώς», διότι η κινητικότητα και πιθανώς επίσης η συνεί­δηση μπορούν να αφυπνιστούν περιστασιακά στο φυτό).




Άρα, αν θεωρήσουμε από αυτή τη σκοπιά τη ζωή στην είσοδό της στον κόσμο, τη βλέπουμε να κομίζει κάτι που τη διακρίνει από την ακατέργαστη ύλη. Ο κόσμος, εγκαταλειμμένος στον εαυτό του, υπακούει σε αναπότρεπτους νόμους. Σε καθορισμένες συνθήκες, η ύλη συμπεριφέρεται με καθορισμένο τρόπο* τίποτε από όσα κάνει δεν είναι απρόβλεπτο. Αν η επιστημονική μας γνώση ήταν πλήρης και η ικανότητά μας να υπολογίζουμε άπειρη, θα γνωρίζαμε εκ των προτέρων όλα όσα θα συμβούν μέσα στο ανοργάνωτο υλικό σύμπαν, στη μάζα του και στα στοιχεία του, όπως προβλέπουμε μια έκλειψη ηλίου ή σελήνης. Κοντολογίς, η ύλη είναι αδράνεια, γεωμετρία, αναγκαιότητα. Αλλά με τη ζωή εμφανίζεται η απρόβλεπτη και ελεύθερη κίνηση. Το έμβιο ον επιλέγει ή τείνει να επιλέγει.


Ο ρολος του είναι να δημιουργεί. Σε έναν κόσμο όπου όλα τα υπόλοιπα είναι καθορισμένα, το περιβάλλει μια ζώνη απροσδιοριστίας. Όπως για τη δημιουργία του μέλλοντος πρέπει να προετοιμάζουμε κάτι από αυτό στο παρόν, όπως η προετοιμασία αυτού που θα υπάρξει συντελείται μόνο χρησιμοποιώντας αυτό που υπήρξε, η ζωή επιδίδεται από την αρχή στο να διατηρεί το παρελθόν και να προεξοφλεί το μέλλον, σε μια διάρκεια όπου παρελθόν, παρόν και μέλλον καταπατούν το ένα το άλλο και σχηματίζουν μια αδιαίρετη συνέχεια. Αυτή η μνήμη και αυτή η προεξόφληση είναι, όπως είδαμε, η ίδια η συνείδηση.


Και, για το λόγο αυτό, η συνείδηση είναι συνεκτατή με τη ζωή δικαίω, αν όχι έργω. . Συνεπώς η συνείδηση και η υλικότητα παρουσιάζονται ως ριζικά διαφορετικές και μάλιστα ανταγωνιστικές μορφές ύπαρξης, που υιοθετούν ένα modus vivendi και οργανώνονται καλώς κακώς μεταξύ τους. Η ύλη είναι αναγκαιότητα, ενώ η συνείδηση είναι ελευθερία* όσο όμως και να εναντιώνονται η μία στην άλλη, η ζωή βρίσκει τρόπο να τις συμφιλιώσει. Κ αι τούτο διότι η ζωή είναι ακριβώς η ελευθερία που διεισδύει στην αναγκαιότητα και τη στρέφει προς όφελος της.


Η ζωή θα ήταν αδύνατη, αν η αιτιοκρατία στην οποία υπακούει η ύλη δεν μπορούσε να χαλαρώσει και να γίνει λιγότερο αυστηρή. Υποθέστε όμως ότι σε ορισμένες στιγμές, σε ορισμένα σημεία, η ύλη προσφέρει κάποια ελαστικότητα* εκεί θα εγκατασταθεί η συνείδηση. Θα εγκατασταθεί εκεί, εφόσον συρρικνωθεί* έπειτα, άπαξ και βρει τη θέση της, θα διασταλεί, θα αυξήσει το τμήμα που της αναλογεί και θα καταλήξει να πετύχει τα πάντα, επειδή διαθέτει χρόνο και επειδή η πιο ανεπαίσθητη ποσότητα απροσδιοριστίας, εάν προστίθεται εις το διηνεκές στον εαυτό της, θα δώσει όση ελευθερία θελήσουμε. – Θα καταλήξουμε όμως στο ίδιο συμπέρασμα ακολουθώντας νέες γραμμές γεγονότων, που θα μας το παρουσιάσουν με περισσότερη αυστηρότητα.


Πράγματι, αν ερευνούμε πώς ένα έμβιο σώμα αρχίζει να εκτελεί κινήσεις, θα δούμε ότι η μέθοδός του είναι πάντοτε η ίδια. Συνίσταται στη χρησιμοποίηση ορισμένων ουσιών που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε εκρηκτικές, οι οποίες, όμοιες με την πυρίτιδα του κανονιού, περιμένουν μόνο το σπινθήρα για να εκραγούν. Αναφέρομαι στις τροφές, ειδικότερα στις τριμερείς ουσίες, υδρογονάνθρακες και λίπη. Εκεί βρίσκεται συσσωρευμένο ένα σημαντικό άθροισμα δυναμικής ενέργειας, έτοιμο να μετατραπεί σε κίνηση. Την ενέργεια αυτή, αργά, βαθμιαία, προσλάμβαναν τα φυτά από τον ήλιο* και το ζώο που τρέφεται από ένα φυτό ή από ένα ζώο που τράφηκε από ένα φυτό ή από ένα ζώο που τράφηκε από ένα ζώο που τράφηκε από ένα φυτό κλπ. αφήνει απλώς να περάσει στο σώμα του ένα εκρηκτικό το οποίο έφτιαξε η ζωή αποθηκεύοντας ηλιακή ενέργεια.


Ό ταν εκτελεί μια κίνηση, απελευθερώνει την έτσι εγκλωβισμένη ενέργεια* γ ι’ αυτό έχει να κάνει μόνο ένα κλικ, να αγγίξει χωρίς να τραβήξει τη σκανδάλη ενός πιστολιού, να καλέσει το σπινθήρα: το εκρηκτικό εκρήγνυται και η κίνηση συντελείται προς την επιλεγείσα κατεύθυνση. Αν τα πρώτα έμβια όντα ταλαντεύτηκαν ανάμεσα στη φυτική και τη ζωική ζωή, τούτο συνέβη διότι η ζωή στις απαρχές της ανέλαβε συγχρόνως να κατασκευάζει το εκρηκτικό και να το χρησιμοποιεί για κινήσεις. Όσο φυτά και ζώα διαφοροποιούνταν, η ζωή διαιρείτο σε δύο βασίλεια, διαχωρίζοντας έτσι τις δύο αρχικά ενωμένες λειτουργίες.


Στη μία περίπτωση μεριμνούσε περισσότερο να κατασκευάσει το εκρηκτικό, ενώ στην άλλη να το κάνει να εκραγεί. Α λλά, είτε τη θεωρούμε στην αρχή είτε στο τέλος της εξέλιξής της, πάντα η ζωή, στο σύνολό της, είναι μια διπλή εργασία βαθμιαίας συσσώρευσης και απότομης κατανάλωσης: το ζητούμενο γ ι’ αυτήν είναι να καταφέρει ώστε η ύλη, μέσω μιας αργής και δύσκολης διαδικασίας, να αποθηκεύει δυναμική ενέργεια που θα γίνει μονομιάς κινητική ενέργεια.


Πώς αλλιώς θα ενεργούσε μια ελεύθερη αιτία, ανίκανη να διαρρήξει την αναγκαιότητα στην οποία υπόκειται η ύλη, ικανή ωστόσο να την λυγίσει, και που θα ήθελε, με την πολύ μικρή επίδραση που μπορεί να ασκήσει στην ύλη, να πετύχει από αυτήν, προς μια ολοένα και καλύτερα επιλεγείσα κατεύθυνση, ολοένα και δυνατότερες κινήσεις; Θα ενεργούσε ακριβώς με αυτό τον τρόπο. Θα προσπαθούσε να ενεργοποιήσει ένα κλικ ή να παράσχει ένα σπινθήρα, να χρησιμοποιήσει στιγμιαία μια ενέργεια την οποία η ύλη θα είχε συσσωρεύσει καθ’ όλη τη διάρκεια του απαιτούμενου χρόνου. Στο ίδιο συμπέρασμα όμως θα φτάναμε ακολουθώντας μια τρίτη γραμμή γεγονότων, πιο συγκεκριμένα εξετάζοντας στο έμβιο ον την παράσταση που προηγείται του ενεργήματος και όχι πια την ίδια τη δράση.


Πώς αναγνωρίζουμε συνήθως τον άνθρωπο της δράσης, εκείνον που αφήνει το στίγμα του στα γεγονότα στα οποία τον εμπλέκει η τύχη; Το χαρακτηριστικό του γνώρισμα δεν είναι άραγε ότι συλλαμβάνει μια λίγο πολύ μακρά διαδοχή σε μια στιγμιαία θέαση; Όσο μεγαλύτερο είναι το μέρος του παρελθόντος που συγκρατείται στο παρόν του, τόσο βαρύτερη είναι η μάζα την οποία προωθεί στο μέλλον για να αντιμετωπίσει τα ενδεχόμενα που ετοιμάζονται: η δράση του, όμοια με ένα βέλος, εκτοξεύεται με τόσο μεγαλύτερη δύναμη προς τα εμπρός όσο η παράστασή της διευρύνεται περισσότερο προς τα πίσω. Δείτε λοιπόν πώς συμπεριφέρεται η συνείδησή μας απέναντι στην ύλη την οποία αντιλαμβάνεται: ακριβώς, σε μία μόνο από τις στιγμές της, συλλαμβάνει μυριάδες δονήσεις που είναι διαδοχικές για την αδρανή ύλη και από τις οποίες η πρώτη θα φαινόταν στην τελευταία, αν η ύλη μπορούσε να θυμάται, σαν ένα απεριόριστα μακρινό παρελθόν.


Όταν ανοίγω τα μάτια μου για να τα ξανακλείσω αμέσως, η αίσθηση του φωτός που νιώθω, και που διαρκεί μία μόνο στιγμή για μένα, είναι η συμπύκνωση μιας εξαιρετικά μακράς ιστορίας που εκτυλίσσεται στον εξωτερικό κόσμο. Υπάρχουν εκεί τρισεκατομμύρια ταλαντεύσεις που διαδέχονται η μία την άλλη, δηλαδή μια τέτοια σειρά συμβάντων που, αν ήθελα να τα μετρήσω, έστω με τη μεγαλύτερη δυνατή οικονομία χρόνου, θα χρειαζόμουν χιλιάδες χρόνια. Α λ λά αυτά τα μονότονα και ασήμαντα συμβάντα, που θα κάλυπταν τριάντα αιώνες μιας ύλης η οποία θα αποκτούσε αυτοσυνείδηση, καταλαμβάνουν μόνο μια στιγμή στη δική μου συνείδηση, διότι έχει την ικανότητα να τα συστέλλει σε μια πρωτότυπη αίσθηση φωτός.



Θ α μπορούσαμε άλλωστε να πούμε άλλα τόσα για όλες τις άλλες αισθήσεις. Τοποθετημένη στη συμβολή της συνείδησης και της ύλης, η αίσθηση συμπυκνώνει στη διάρκεια, που μας προσιδιάζει και χαρακτηρίζει τη συνείδησή μας, απέραντες περιόδους αυτού που θα ονομάζαμε, κατ’ επέκταση, διάρκεια των πραγμάτων.




Δεν πρέπει λοιπόν να πιστέψουμε ότι η αντίληψή μας συστέλλει έτσι τα συμβάντα της ύλης, προκειμένου να τα εξουσιάζει η δράση μας; Α ς υποθέσουμε, παραδείγματος χάριν, ότι η συμφυής στην ύλη αναγκαιότητα μπορεί να εξαναγκάζεται, σε καθεμιά από τις στιγμές της, μόνο σε εξαιρετικά περιορισμένα όρια: πώς άραγε θα συμπεριφερόταν μια συνείδηση που θα ήθελε, παρά ταύτα, να εντάξει στον υλικό κόσμο μια ελεύθερη δράση, έστω εκείνη που χρειάζεται για να ενεργοποιηθεί ένα κλικ ή για να προσανατολίσει μια κίνηση;


Δεν θα ενεργούσε ακριβώς με αυτό τον τρόπο; Δεν θα έπρεπε να αναμένουμε ότι θα ανακαλύψουμε, ανάμεσα στη διάρκειά της και σε κείνη των πραγμάτων, μια τέτοια διαφορά έντασης ώστε αναρίθμητες στιγμές του υλικού κόσμου να μπορούν να συμπεριληφθούν σε μια μοναδική στιγμή της συνειδητής ζωής, έτσι ώστε η ηθελημένη δράση, που πραγματοποιείται από τη συνείδηση σε μια από τις στιγμές της, να μπορεί να κατανέμεται σε έναν τεράστιο αριθμό στιγμών της ύλης και να συνοψίσει έτσι σε αυτήν τις σχεδόν απειροελάχιστες απροσδιοριστίες που περιλαμβάνει καθεμιά από αυτές; Μ ε άλλα λόγια, η ένταση της διάρκειας ενός συνειδητού όντος δεν θα μετρούσε ακριβώς τη δύναμη δράσης του, την ποσότητα


Η συνείδηση και η ζωή ελεύθερης και δημιουργικής δραστηριότητας την οποία μπορεί να εισάγει στον κόσμο; Το πιστεύω, αλλά δεν θα επιμείνω σ’ αυτό προς το παρόν. Το μόνο που θέλω να πω είναι ότι η νέα αυτή γραμμή γεγονότων μάς οδηγεί στο ίδιο σημείο με την προηγούμενη. Είτε εξετάζουμε την πράξη την οποία αποφάσισε η συνείδηση είτε την αντίληψη που την ετοιμάζει, και στις δύο περιπτώσεις η συνείδηση μάς φαίνεται ως μια δύναμη που θα εισχωρούσε στην ύλη για να την καθυποτάξει και να τη μεταστρέψει προς όφελος της. Η συνείδηση ενεργεί με δύο συμπληρωματικές μεθόδους: από τη μια, μέσω μιας εκρηκτικής δράσης που απελευθερώνει σε μια στιγμή στην επιλεγείσα κατεύθυνση, μια ενέργεια την οποία συσσώρευσε επί μακρόν η ύλη * από την άλλη, μέσω μιας εργασίας συστολής που συγκεντρώνει σ’ αυτή τη μοναδική στιγμή τα αναρίθμητα μικρά συμβάντα που πραγματοποιεί η ύλη και που συνοψίζει με μια λέξη την απεραντοσύνη μιας ιστορίας. Ας τοποθετηθούμε τώρα στο σημείο σύγκλισης των διαφορετικών αυτών γραμμών γεγονότων.


Α πό τη μια, βλέπουμε μια ύλη που υπόκειται στην αναγκαιότητα, στερείται μνήμης ή διαθέτει ακριβώς τόση μνήμη όση χρειάζεται για να γεφυρώσει δύο στιγμές της, καθώς κάθε στιγμή μπορεί να συναχθεί από την προηγούμενη και επομένως δεν προσθέτει τίποτε σε ό,τι υπήρχε ήδη στον κόσμο. Α πό την άλλη, έχουμε τη συνείδηση, δηλαδή τη μνήμη μαζί με την ελευθερία, δηλαδή τελικά μια συνέχεια δημιουργίας σε μια διάρκεια όπου υπάρχει πραγματικά αύξηση* διάρκεια που τεντώνεται, διάρκεια όπου το παρελθόν διατηρείται αδιαίρετο και μεγαλώνει σαν ένα φυτό, σαν ένα μαγικό φυτό που θα επινοούσε εκ νέου, ανά πάσα σ τιγμ ή τη μορφή του, μαζί με το σχέδιο τα/; φύλλα/; του και τα/; ανθέα/; του.


Εξάλλου δεν αμφιβάλλω ότι οι δύο αυτές υπάρξεις -ύλη και συνείδηση- προέρχονται από μια κοινή π η γή. Προσπάθησα άλλοτε να δείξω ότι, αν η πρώτη είναι το αντίθετο της δεύτερης, αν η συνείδηση είναι δράση που δημιουργείται και εμπλουτίζεται ακατάπαυστα, ενώ η ύλη είναι δράση που αποδομείται ή που φθείρεται, ούτε η ύλη ούτε η συνείδηση εξηγούνται από μόνες τους. Δεν θα επανέλθο; σ’ αυτό* περιορίζομαι λοιπόν να σας πω ότι βλέπω σε ολόκληρη την εξέλιξη της ζωής στον πλανήτη μας τη δημιουργική συνειδηση να περνα την ύλη, σε μια προσπάθεια να ελευθερώσει, χάρη στην επινοητικότητα και την εφευρετικότητά της, κάτι που μένει εγκλωβισμένο στο ζώο και που μόνο στο·; άνθρωπο αποδεσμεύεται οριστικά.


Είναι ανώφελο να υπεισέλθουμε στις λεπτομέρειες των παρατηρήσεων οι οποίες από την εποχή του Λαμάρκ [Lamarck] και του Δαρβίνου [Darwin] I επιβεβαιώνουν ολοένα και περισσότερο την ιδέα μιας εξέλιξης των ειδών, δηλαδή της γένεσης του ενός από το άλλο, από τις πιο απλές οργανωμένες μορφές. Δεν μπορούμε να μην αποδεχθούμε μια υπόθεση που έχει υπέρ της την τριπλή μαρτυρία της συγκριτικής ανατομίας, της εμβρυολογίας και της παλαιοντολογίας.


Η επιστήμη έχει άλλωστε δείξει με ποιους τρόπους μεταφράζεται, κατά μήκος της εξέλιξης της ζωής, η αναγκαιότητα προσαρμογής των έμβιων όντων στις συνθήκες που συναντούν. Ωστόσο η αναγκαιότητα αυτή φαίνεται ότι εξηγεί την εκάστοτε ακινητοποίηση της ζωής σε κάποια καθορισμένη μορφή και όχι την κίνηση που οδηγεί σε ολοένα ανώτερη οργάνωση. Ένας υποτυπώδης οργανισμός προσαρμόζεται εξίσου καλά με τον δικό μας στις συνθήκες ύπαρξής του, εφόσον καταφέρνει να ζει σ’ αυτές τις συνθήκες: γιατί λοιπόν η ζωή κατέστη ολοένα και πιο περίπλοκη κατά επικίνδυνο τρόπο;


Την τάδε έμβια μορφή, που παρατηρούμε σήμερα, μπορούσε κανείς να τη συναντήσει ήδη από τους απώτατους χρόνους του Παλαιοζωικού Αιώνα* παρέμεινε αμετάβλητη διαμέσου των αιώνων* επομένως, δεν ήταν αδύνατο στη ζωή να σταματήσει σε μια οριστική μορφή. Γιατί δεν αρκέστηκε να το κάνει παντού όπου τούτο ήταν δυνατό; Γιατί προχώρησε; Γιατί, αν δεν παρασύρθηκε από μια ορμή προς μια ολοένα μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, διαμέσου ολοένα και μεγαλύτερων κινδύνων; Ε ίναι δύσκολο να ρίξουμε μια ματιά στην εξέλιξη της ζωής χωρίς να έχουμε την αίσθηση ότι αυτή η εσωτερική ώθηση είναι μια πραγματικότητα.


Δεν πρέπει όμως να πιστεύουμε ότι η ώθηση αυτή εξαπέλυσε την έμβια ύλη προς μια μοναδική κατεύθυνση ούτε ότι τα διαφορετικά είδη αντιπροσωπεύουν αντίστοιχους σταθμούς κατά μήκος ενός μόνο δρόμου ούτε ότι η διαδρομή διανύθηκε χωρίς εμπόδια. Είναι εμφανές ότι η προσπάθεια συνάντησε αντιστάσεις στην ύλη την οποία χρησιμοποιούσε- στην πορεία της χρειάστηκε να διαιρεθεί, να μοιράσει ανάμεσα σε διαφορετικές γραμμές εξέλιξης τις τάσεις που εμπεριέκλειε* παρεξέκλινε, οπισθοδρόμησε και κάποτε σταμάτησε εντελώς.


Μόνο σε δύο γραμμές εξέλιξης σημείωσε μιαν αναμφισβήτητη επιτυχία, μερική στη μια περίπτωση, σχετικά πλήρη στην άλλη. Αναφέρομαι στα αρθρόποδα και στα σπονδυλωτά. Στην άκρη της πρώτης γραμμής βρίσκουμε τα ένστικτα του εντόμου* στην άκρη της δεύτερης, την ανθρώπινη διάνοια. Δικαιολογούμαστε λοιπόν να πιστεύουμε ότι η δύναμη που εξελίσσεται έφερε μέσα της αρχικά, αλλά συγκεχυμένα ή μάλλον το ένα μέσα στο άλλο, ένστικτο και διάνοια.


Κοντολογίς, όλα συμβαίνουν σάμπως ένα τεράστιο ρεύμα συνείδησης, όπου ησυνείδηση και η ζωή αλληλοδιείσδυαν κάθε είδους δυνητικότητες, είχε διαπεράσει την ύλη για να την παρασύρει να οργανωθεί και για να την καταστήσει ένα εργαλείο ελευθερίας, μολονότι η ύλη είναι η ίδια η αναγκαιότητα. Ωστόσο, παρά λίγο η συνείδηση να πιαστεί στην παγίδα. Η ύλη τυλίγεται γύρω από τη συνείδηση, την υποτάσσει στον ίδιο της τον αυτοματισμό, τη ναρκώνει στην ίδια της την ασυνειδησία.


Σε ορισμένες γραμμές εξέλιξης, ιδιαίτερα σ’ εκείνες του φυτικού κόσμου, ο αυτοματισμός και η ασυνειδησία αποτελούν τον κανόνα. Είναι αλήθεια ότι η ελευθερία που ενυπάρχει στην εξελικτική δύναμη εκδηλώνεται ακόμη μέσω της δημιουργίας απρόβλεπτων μορφών που είναι αληθινά έργα τέχνης* αλλά οι απρόβλεπτες αυτές μορφές, από τη στιγμή που δημιουργήθηκαν, επαναλαμβάνονται μηχανικά: το άτομο δεν επιλέγει.


Σε άλλες γραμμές εξέλιξης, η συνείδηση κατορθώνει να απελευθερωθεί αρκετά ώστε το άτομο να ξαναβρεί μια ορισμένη αίσθηση και, κατά συνέπεια, ένα ορισμένο εύρος επιλογών* οι υπαρκτές όμως ανάγκες της ύπαρξης καθιστούν τη δύναμη επιλογής ένα απλό βοήθημα της ανάγκης να ζήσουμε. Έ τσι, κατά μήκος της κλίμακας της ζωής, η ελευθερία καθηλώνεται σε μια αλυσίδα την οποία, το πολύ πολύ, κατορθώνει να επιμηκύνει.


Μόνο με τον άνθρωπο συντελείται ένα απότομο άλμα* η αλυσίδα σπάει. Μολονότι ο εγκέφαλος του ανθρώπου μοιάζει, πράγματι, με εκείνον του ζώου, έχει το εξής ιδιάζον γνώρισμα: μας παρέχει το μέσο να αντιτάξουμε σε κάθε ριζωμένη συνήθεια μια άλλη συνήθεια και σε κάθε αυτοματισμό έναν ανταγωνιστικό αυτοματισμό. Η ελευθερία ανακτά τον εαυτό της, ενώ η αναγκαιότητα συγκρούεται με τον εαυτό της και επομένως επαναφέρει την ύλη στην κατάσταση του εργαλείου. Συμπεριφέρεται σάμπως να εφάρμοζε το «διαιρεί και βασίλευε».


Είναι πιθανόν η συνδυασμένη προσπάθεια της φυσικής και της χημείας να καταλήξει μια μέρα στην κατασκευή μιας ύλης που να μοιάζει με την έμβια ύλη: η ζωή ενεργεί υπαινικτικά και η δύναμη που συμπαρέσυρε την ύλη έξω από τον καθαρό μηχανισμό δεν θα είχε τη δυνατότητα να επενεργήσει σ’ αυτή την ύλη, εάν δεν είχε υιοθετήσει αρχικά αυτό τον μηχανισμό: συμπεριφέρεται όπως το κλειδί του σιδηροδρόμου που τοποθετείται κατά μήκος της σιδηροτροχιάς από την οποία θέλει να απομακρύνει το τρένο. Μ ε άλλα λόγια, η ζωή, στις απαρχές της, εγκαταστάθηκε σε ένα ορισμένο είδος ύλης που άρχιζε ή που θα μπορούσε να αρχίσει να κατασκευάζεται χωρίς αυτήν.


Η ύλη όμως θα σταματούσε στο σημείο αυτό, είχε εγκαταλειφθεί στον εαυτό της* στο ίδιο σημείο μάλλον θα σταματήσει και η κατασκευαστική εργασία των εργαστηρίων μας. Θα μιμηθούμε ορισμένα χαρακτηριστικά της έμβιας ύλης, αλλά δεν θα της μεταδώσουμε την ορμή χάρη στην οποία αναπαράγεται και, με τη σημασία που έχει αυτή η λέξη στη θεωρία του μεταμορφισμού, εξελίσσεται. Να όμως που αυτή η αναπαραγωγή και αυτή η εξέλιξη είναι η ίδια η ζωή. Αμφότερες εκδηλώνουν μια εσωτερική ώθηση, τη διπλή ανάγκη αύξησης σε αριθμό και σε πλούτο μέσω του πολλαπλασιασμού στο χώρο και μέσω της αύξουσας περιπλοκής στο χρόνο, τελικά τα δύο ένστικτα που εμφανίζονται μαζί με τη ζωή και που θα γίνουν αργότερα οι δύο μεγάλες κινητήριες δυνάμεις της ανθρώπινης δραστηριότητας: η αγάπη και η φιλοδοξία.


Προφανώς, μια δύναμη βρίσκεται επί το έργον ενώπιον μας, πασχίζοντας να αποτινάξει τα δεσμά της και να ξεπεράσει τον εαυτό της, να δώσει αρχικά όλα όσα είχε να δώσει και στη συνέχεια ακόμη περισσότερα: πώς αλλιώς να ορίσουμε το πνεύμα; Και πώς η πνευματική δύναμη, εάν υπάρχει, θα διακρινόταν από τις άλλες, αν όχι μέσω της ικανότητας να αντλεί από τον εαυτό της περισσότερα α π’ όσα περιέχει; Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη μας τα ποικίλα εμπόδια που συναντά καθ’ οδόν αυτή η δύναμη. Η εξέλιξη της ζωής, από τις απαρχές της μέχρι τον άνθρωπο, μας θυμίζει την εικόνα ενός ρεύματος συνείδησης το οποίο θα άρχιζε να διεισδύει στην ύλη, ως εάν απέβλεπε να ανοίξει ένα υπόγειο πέρασμα* θα αναλωνόταν σε διάφορες δοκιμαστικές προσπάθειες προς όλες τις κατευθύνσεις, θα αναπτυσσόταν λίγο πολύ, θα έπεφτε τον περισσότερο καιρό πάνω στο βράχο και, ωστόσο, σε μια κατεύθυνση τουλάχιστον, θα κατόρθωνε να δημιουργήσει κάποιο άνοιγμα και να επανεμφανιστεί στο φως.


Αυτή η κατεύθυνση είναι η εξελικτική γραμμή που καταλήγει στον άνθρωπο. Γ ιατί όμως το πνεύμα προσηλώθηκε σ’ αυτό το εγχείρημα; Τ ι συμφέρον είχε να διανοίξει τη σήραγγα; Το σωστό θα ήταν να ακολουθούσαμε πολλές νέες γραμμές γεγονότων, οι οποίες θα διαπιστώναμε ότι συγκλίνουν σε ένα μόνο σημείο. Θα χρειαζόταν όμως να υπεισέλθουμε σε τέτοιες λεπτομέρειες αναφορικά με τον ψυχολογικό βίο, τη σχέση ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα, το ηθικό ιδεώδες και την κοινωνική πρόοδο, ώστε καλά θα κάνουμε να πάμε κατευθείαν στο συμπέρασμα. Ας βάλουμε την ύλη και τη συνείδηση τη μία απέναντι από την άλλη: θα δούμε ότι η ύλη είναι αρχικά αυτή που διαιρεί και αυτή που καθορίζει. Μ ια σκέψη που αφήνεται στον εαυτό της χαρακτηρίζεται από το ότι τα στοιχεία της εμπεριέχουν το ένα το άλλο, έτσι ώστε δεν μπορούμε να πούμε εάν είναι ένα ή περισσότερα: πρόκειται για μια συνέχεια και σε κάθε συνέχεια υπάρχει σύγχυση.


Για να καταστεί διακριτή η σκέψη, απαιτείται να διασκορπιστεί σε συνείδηση και η ζωή κατανοούμε καλά τι έχουμε στο νου μας μόνο όταν πάρουμε ένα φύλλο χαρτί και αραδιάσουμε τον ένα δίπλα στον άλλο όρους που ο ένας διείσδυε στον άλλο. Έ τσ ι η ύλη διακρίνει, ξεχωρίζει, διαιρεί σε ατομικότητες και, τελικά, σε προσωπικότητες τάσεις οι οποίες άλλοτε βρίσκονταν συγκεχυμένες στην πρωταρχική ορμή της ζωής. Από την άλλη, η ύλη προκαλεί και καθιστά δυνατή την προσπάθεια. Η σκέψη που παραμένει μόνο σκέψη, το έργο τέχνης το οποίο αρκούμαστε να συλλάβουμε, το ποίημα που είναι μόνο όνειρο, δεν απαιτούν κόπο* είναι η υλική πραγματοποίηση του ποιήματος σε λέξεις, της καλλιτεχνικής σύλληψης σε άγαλμα ή σε πίνακα ζωγραφικής, που απαιτεί προσπάθεια.


Η προσπάθεια είναι επίπονη, αλλά είναι επίσης ανεκτίμητη, πιο ανεκτίμητη ακόμη από το έργο στο οποίο καταλήγει, επειδή, χάρη σ’αυτήν, αντλούμε από τον εαυτό μας περισσότερα απ’ όσα είχε, υψωνόμαστε πάνω από τον ίδιο τον εαυτό μας. Να όμως που η προσπάθεια αυτή δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την ύλη: μέσω της αντίστασης που προβάλλει και μέσω της υπακοής στην οποία μπορούμε να την οδηγήσουμε, η ύλη είναι συγχρόνως το εμπόδιο, το εργαλείο και το ερέθισμα* θέτει σε δοκιμασία τη δύναμή μας, διατηρεί το αποτύπωμά της και την καλεί να γίνει πιο έντονη.


Οι φιλόσοφοι που στοχάστηκαν για τη σημασία της ζωής και για το πεπρωμένο του ανθρώπου δεν παρατήρησαν αρκετά ότι η φύση έκανε τον κόπο να μας πληροφορήσει η ίδια για τα ζητήματα αυτά. Μας ειδοποιεί με ένα συγκεκριμένο σημάδι ότι εκπληρώσαμε τον προορισμό μας. Το σημάδι αυτό είναι η χαρά. Διευκρινίζω: η χαρά, όχι η ευχαρίστηση.


Η ευχαρίστηση είναι μόνο ένα τέχνασμα που επινόησε η φύση προκειμένου να πετύχει να διατηρηθεί το έμβιο ον στη ζωή* δεν υποδεικνύει την κατεύθυνση προς την οποία εφορμά η ζωή. Απεναντίας η χαρά αναγγέλλει πάντα ότι η ζωή πέτυχε, ότι κέρδισε έδαφος, ότι κατήγαγε μια νίκη: κάθε μεγάλη χαρά έχει έναν θριαμβευτικό τόνο. Οπότε, αν λάβουμε υπόψη μας αυτή την ένδειξη και αν ακολουθήσουμε αυτή τη νέα γραμμή γεγονότων, διαπιστώνουμε ότι, παντού όπου υπάρχει χαρά, υπάρχει δημιουργία: όσο πλουσιότερη είναι η δημιουργία, τόσο βαθύτερη είναι η χαρά. Η μητέρα που κοιτάζει το παιδί της είναι χαρούμενη, επειδή έχει συνείδηση ότι το δημιούργησε, φυσικά και ηθικά.


Ο έμπορος που επεκτείνει τις δουλειές του, ο διευθυντής του εργοστασίου που βλέπει να ευδοκιμεί η επιχείρησή του, είναι άραγε χαρούμενος λόγω των χρημάτων που κερδίζει και της φήμης που αποκτά; Ο πλούτος και η υπόληψη παίζουν προφανώς σημαντικό ρόλο στην ικανοποίηση που αισθάνεται, αλλά του δίνουν ευχαρίστηση μάλλον παρά χαρά και η οποία αληθινή χαρά νιώθει συνίσταται στο συναίσθημα ότι ίδρυσε μια επιχείρηση που πηγαίνει καλά, ότι έδωσε ζωή σε κάτι.


Εξετάστε εξαιρετικές χαρές, όπως εκείνη του καλλιτέχνη που πραγματοποίησε ό,τι είχε κατά νου, του επιστήμονα που έκανε μια ανακάλυψη ή μια εφεύρεση. Θα ακούσετε να λένε ότι αυτοί οι άνθρωποι εργάζονται για τη δόξα και ότι αντλούν τις πιο ζωηρές χαρές τους από το θαυμασμό που εμπνέουν. Μ έγα σφάλμα! Νοιαζόμαστε για τον έπαινο και τις τιμές στο βαθμό ακριβώς που δεν είμαστε σίγουροι ότι πετύχαμε. Στο βάθος της ματαιοδοξίας υπάρχει μετριοφροσύνη. Επιζητούμε την επιδοκιμασία προκειμένου να ενισχυθεί η αυτοπεποίθησή μας και θα θέλαμε να περιβάλλουν οι άνθρωποι με βαθιά εκτίμηση το έργο μας προκειμένου να υποστηρίξουμε την ανεπαρκή ίσως ζωτικότητά του, όπως φροντίζουμε στοργικά το πρόωρα γεννημένο παιδί.


Εκείνος όμως που είναι βέβαιος, απολύτως βέβαιος, ότι παρήγαγε ένα έργο που θα διατηρηθεί στο χρόνο, αυτός δεν χρειάζεται τον έπαινο και νιώθει υπεράνω της δόξας, διότι είναι δημιουργός, γιατί το γνωρίζει και γιατί η χαρά που νιώθει είναι μια θεϊκή χαρά. Α ν λοιπόν, σε όλα τα πεδία, ο θρίαμβος της ζωής είναι η δημιουργία, δεν πρέπει άραγε να υποθέσουμε ότι ο λόγος ύπαρξης του ανθρώπινου βίου είναι μια δημιουργία η οποία, σε αντίθεση με τη δημιουργία του καλλιτέχνη και του επιστήμονα μπορεί να συνεχίζεται ανά πάσα στιγμή σε όλους τους ανθρώπους;


Πρόκειται για τη δημιουργία του εαυτού μας από τον ίδιο τον εαυτό μας, για την ανάπτυξη της προσωπικότητας μέσω μιας προσπάθειας που αντλεί πολύ από το λίγο, κάτι από το τίποτε και προσθέτει συνεχώς στον πλούτο που διέθετε ο κόσμος. Θεωρημένη έξωθεν, η φύση φαίνεται σαν μια απέραντη άνθηση απρόβλεπτης πρωτοτυπίας* η δύναμη που την εμψυχώνει μοιάζει να δημιουργεί με αγάπη, χωρίς λόγο, για την ευχαρίστηση, την ατελεύτητη ποικιλία των φυτικών και ζωικών ειδών* σε καθένα αποδίδει την απόλυτη αξία ενός μεγάλου έργου τέχνης* θα λέγαμε ότι προσηλώνεται εξίσου στο πρώτο είδος που εμφανίστηκε και στα υπόλοιπα, όσο και στον άνθρωπο.


Α λ λ ά η μορφή ενός έμβιου, άπαξ και σχεδιάστηκε, επαναλαμβάνεται στο διηνεκές* οι πράξεις όμως αυτού του έμβιου, άπαξ και συντελέστηκαν, τείνουν να μιμούνται τον εαυτό τους και να ξαναρχίζουν αυτομάτως: ο αυτοματισμός και η επανάληψη, που κυριαρχούν παντού, εκτός από τον άνθρωπο, θα έπρεπε να μας ειδοποιούν ότι είμαστε εν προκειμένω σε στάσεις και ότι η στασιμότητα με την οποία έχουμε να κάνουμε δεν είναι η ίδια η κίνηση της ζωής. Επομένως, η άποψη του καλλιτέχνη είναι σημαντική, όχι όμως οριστική.


Ο πλούτος και η πρωτοτυπία των μορφών σηματοδοτούν όντως μια άνθηση της ζωής* αλλά σ’ αυτή την άνθηση, η ομορφιά της οποίας σημαίνει δύναμη, η ζωή εκδηλώνει επίσης ένα σταμάτημα της ορμής της και μια στιγμιαία αδυναμία να αναπτυχθεί περισσότερο, σαν το παιδί που ολοκληρώνει την τελευταία φάση του γλιστρήματος του με μια χαριτωμένη τούμπα. Ανώτερη είναι η οπτική γωνία του ηθικού διδασκάλου. Μόνο στον άνθρωπο, κυρίως στους καλύτερους από μας, η ζωτική κίνηση συνεχίζεται απρόσκοπτα, εξαπολύοντας, μέσα από αυτό το έργο τέχνης που είναι το ανθρώπινο σώμα και το οποίο δημιούργησε στην πορεία της, το απεριόριστα δημιουργικό ρεύμα του ηθικού βίου. Ο άνθρωπος, που καλείται ακατάπαυστα να στηρίζεται σε ολόκληρο το παρελθόν του για να επηρεάσει όσο είναι δυνατόν το μέλλον, είναι το μεγάλο επίτευγμα της ζωής.


Ωστόσο, κατεξοχήν δημιουργός είναι εκείνος του οποίου η δράση, που είναι από μόνη της έντονη, είναι ικανή να καταστήσει επ,ίσης πιο έντονη τη δράση των άλλων ανθρώπων και, με τη γένναιοφροσύνη της, να δημιουργήσει εστίες γενναιοφροσύνης. Οι μεγάλοι ηθικοί άνθρωποι, ιδιαιτέρως εκείνοι των οποίων ο εφευρετικός και απλός ηρωισμός άνοιξε στην αρετή νέες οδούς, αποκαλύπτουν τη μεταφυσική αλήθεια. Μολονότι βρίσκονται στο αποκορύφωμα της εξέλιξης, βρίσκονται εγγύτατα στις απαρχές της και καθιστούν αισθητή στα μάτια μας την ώθηση που προέρχεται από το βάθος.


Ας τους παρατηρήσουμε, προσεκτικά, ας προσπαθήσουμε να νιώσουμε, μέσω συμπάθειας, αυτό που νιώθουν, αν θέλουμε να διεισδύσουμε με ένα ενορατικό ενέργημα στην ίδια την αρχή της ζωής. Για να εξιχνιάσουμε το μυστήριο του βάθους, χρειάζεται ενίοτε να σημαδεύουμε την κορυφή. Η φωτιά που καίει στο κέντρο της γης εμφανίζεται μόνο στην κορυφή των ηφαιστείων. Λέγαμε ότι στους δύο μεγάλους δρόμους που βρήκε μπροστά της ανοιχτούς η ζωτική ορμή, κατά μήκος της σειράς των αρθροπόδων εκείνης των σπονδυλωτών, αναπτύχθηκαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις το ένστικτο και η διάνοια που, αρχικά, εμπερικλείονταν συγκεχυμένα το ένα στο άλλο.


Στο αποκορύφωμα της πρώτης εξέλιξης βρίσκονται τα υμενόπτερα έντομα, στην άκρη της δεύτερης βρίσκεται ο άνθρωπος: εκατέρωθεν, παρά τη ριζική διαφορά των μορφών στις οποίες έφτασαν και παρά την αύξουσα απόσταση των δρόμων που διένυσαν, η εξέλιξη καταλήγει την κοινωνική ζωή ως εάν η ανάγκη της είχε γίνει αισθητή από την αρχή ή μάλλον ως εάν κάποια πρωταρχική και ουσιαστική προσδοκία μπορούσε να βρει την πλήρη της ικανοποίηση μόνο στην κοινωνία. Η κοινωνία, που είναι η συσπείρωση των ατομικών ενεργειών, επωφελείται από τις προσπάθειες όλων και διευκολύνει την προσπάθεια του καθενός.


Επιζεί μονο με την υπαγωγή του ατόμου σε αυτήν, αλλά προοδεύει μόνο αν το αφήνει να δρα ελεύθερα: πρόκειται για αντίθετες απαιτήσεις, τις οποίες θα έπρεπε να συμφιλιώσουμε. Στο έντομο, πληρούται μόνο ο πρώτος όρος. Οι κοινωνίες των μυρμηγκιών και των μελισσών είναι αξιοθαύμαστα πειθαρχημένες και ενωμένες, αλλά είναι καθηλωμένες σε μια αμετάβλητη ρουτίνα.


Αν το άτομο πάψει να έχει συνείδηση της ύπαρξής του σ’ αυτή τη ρουτίνα, η κοινωνία λησμονεί επίσης τον προορισμό της- αμφότερα, σε υπνοβατική κατάσταση, κάνουν και ξανακάνουν εις το διηνεκές το γύρο του ίδιου κύκλου, αντί να προχωρούν ευθεία μπροστά προς μια μεγαλύτερη κοινωνική αποτελεσματικότητα και προς μια πληρέστερη ατομική ελευθερία. Μόνον οι ανθρώπινες κοινωνίες προσηλώνονται στην επίτευξη των δύο αυτών στόχων.


Παλεύοντας με τον εαυτό τους και πολεμώντας μεταξύ τους, επιδιώκουν εμφανώς, μέσω της συνάντησης και της επαφής, να μειώσουν τις αιτίες διενέξεων, να περιορίσουν τους ανταγωνισμούς, να άρουν τις αντιθέσεις, να κάνουν τις ατομικές θελήσεις να ενταχθούν στην κοινωνική βούληση χωρίς να παραμορφωθούν και, συνάμα, τις διάφορες κοινωνίες να εισχωρήσουν με τη σειρά τους σε μια ευρύτερη κοινωνία, χωρίς να χάσουν ούτε την ιδιοσυστασία τους ούτε την ανεξαρτησία τους: πρόκειται για θέαμα ανησυχητικό και συνάμα κατευναστικό, το οποίο δεν μπορούμε να ατενίσουμε χωρίς να αναλογιστούμε ότι και εδώ, διαμέσου αναρίθμητων εμποδίων, η ζωή αγωνίζεται να εξατομικεύσει και να αφομοιώσει, προκειμένου να πετύχει τη μεγαλύτερη ποσότητα, την πλουσιότερη ποικιλία, τις ανώτερες ποιότητες επινόησης και προσπάθειας.


Αν τώρα εγκαταλείψουμε την τελευταία αυτή γραμμή γεγονότων για να επανέλθουμε στην προηγούμενη, αν λάβουμε υπόψη μας [πρώτον] ότι η πνευματική δραστηριότητα του ανθρώπου υπερβαίνει την εγκεφαλική του δραστηριότητα, [δεύτερον] ότι ο εγκέφαλος αποθηκεύει κινητήριες έξεις αλλά όχι αναμνήσεις, [τρίτον] ότι οι άλλες λειτουργίες της σκέψης είναι ακόμη πιο ανεξάρτητες από τον εγκέφαλο απ’ όσο η μνήμη [και, τέλος,] ότι η διατήρηση και μάλιστα η ανάπτυξη της προσωπικότητας είναι, ως εκ τούτου, δυνατές και μάλιστα πιθανές μετά την αποσύνθεση του σώματος, δεν διαβλέπουμε άραγε ότι, στο πέρασμά της διαμέσου της ύλης την οποία βρίσκει εδώ κάτω, η συνείδηση χαλυβδώνεται και προετοιμάζεται για μια πιο αποτελεσματική δράση, για μια πιο έντονη ζωή;


Τη ζωή αυτή, τη φαντάζομαι ακόμη ως μια αγωνιστική ζωή και ως μια απαίτηση επινόησης, ως μια δημιουργική εξέλιξη: καθένας από μας θα οδηγείτο εκεί, αποκλειστικά μέσα από το συσχετισμό φυσικών δυνάμεων, να βρει τη -δέση του σε εκείνο το ηθικό επίπεδο στο οποίο τον είχαν ήδη ανυψώσει, δυνητικά, εδώ κάτω η ποιότητα και η ποσότητα της προσπάθειάς του, όπως ένα αμολημένο από τη γη μπαλόνι φτάνει στο καθορισμένο από την πυκνότητά του επίπεδο. Αναγνωρίζω ότι πρόκειται μόνο για μια υπόθεση. Πριν από λίγο ήμασταν στην περιοχή της πιθανότητας* τώρα βρισκόμαστε σ’ εκείνη της απλής δυνατότητας. Ας ομολογήσουμε την άγνοιά μας, χωρίς ωστόσο να αποδεχθούμε αδιαμαρτύρητα ότι είναι οριστική.


Αν υφίσταται για τις συνειδήσεις ένα επέκεινα, δεν βλέπω για ποιο λόγο δεν θα ανακαλύπταμε τον τρόπο να το εξερευνήσουμε. Τίποτε απ’ ό,τι αφορά τον άνθρωπο δεν θα μπορούσε, με δική του απόφαση, να του ξεφύγει. Μερικές φορές άλλωστε οι πληροφορίες που φανταζόμαστε πολύ μακριά, στο άπειρο, είναι δίπλα μας περιμένοντας να θελήσουμε να τις συλλέξουμε. Θυμηθείτε αυτό που συνέβη με ένα άλλο επέκεινα, εκείνο του υπερπλανητικού διαστήματος. Ο Αύγουστος Κοντ [Auguste Comte] υποστήριζε ότι η χημική σύνθεση των ουρανίων σωμάτων θα παραμείνει για πάντα άγνωστη. Μερικά χρόνια αργότερα επινόησαν τη φασματική ανάλυση κι έτσι γνωρίζουμε σήμερα από τι είναι φτιαγμένα τα αστέρια καλύτερα απ’ όσο αν είχαμε πάει εκεί.
***


Ανρί-Λουίς Μπεργκσόν (γαλλ.: Henri-Louis Bergson, 18 Οκτωβρίου 1859 – 4 Ιανουαρίου 1941).


Απόσπασμα από διάλεξη στο Πανεπιστήμιο του Birmingham, 29 Μαΐου 1911


Μετάφραση: Πολυξένη Ζινδριλή/ Επιμέλεια: Γιάννης Πρελορέντζος


Η διάλεξη αυτή δόθηκε στα αγγλικά. Δημοσιεύτηκε στην ίδια γλώσσα, με τον τίτλο «Life and Consciousness» στο Hibbert Journal, τον Οκτώβριο του 1911 αναδημοσιεύθηκε στον τόμο των Huxley memorial lectures, που εκδόύηκε το 1914. Το κείμενο που παρουσιάζουμε εδώ είναι εν μερει η μετάφραση και εν μερει η ανάπτυξη της αγγλικής διάλεξης.



Εισαγωγικό Σημείωμα
Μια φιλοσοφία της ζωή ή μια φιλοσοφία της απλότητας όπως χαρακτηρίζεται εν γένει η φιλοσοφία του Ανρί Μπερξόν, δεν θα μπορούσε να παραμείνει για πολύ καιρό στην αφάνεια, βυθισμένη στη λήθη της ιστορίας. Τούτο διότι η ανάκαμψη όχι τόσο μιας φιλοσοφικής θεωρίας, αλλά ενός φιλοσοφικού λόγου, δεν οφείλεται σε συνθήκες αποκλειστικά αντικειμενικές συνιστά κυρίως μια προσπάθεια επιστροφής της ανθρώπινης ύπαρξης στη ζωογόνο απλότητα του είναι. Και είναι από το είναι της διάρκειας (duree) που εκπηγάζει αυτούσια η δύναμη του μπερξονικού λόγου, όντας ανάκληση ζωής, ανάκληση συνείδησης. Από εκεί αντλείται η δυναμική της μπερξονικής σκέψης, η οποία, επανακάμπτοντας, επηρεάζει το φιλοσοφικό στοχασμό όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και στην Ελλάδα, ακόμη και όταν κάποιοι τη θεωρούν παρωχημένη, κατάλληλη «μόνο για το μουσείο» Απόσπασμα από olympias.lib.uoi.gr




Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

Η Θεωρία του Χάους για αρχάριους-ΜΕΡΕΣ ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ-

Η Θεωρία του Χάους για αρχάριους


«Αν μια πεταλούδα κουνήσει τα φτερά της στο Πεκίνο, το αποτέλεσμα μετά από ένα μήνα μπορεί να είναι ένας τυφώνας στο Μαϊάμι.»
Σίγουρα θα σας έχει τύχει, κάποια στιγμή στη ζωή σας, να πάτε να κοιμηθείτε σ’ ένα απόλυτα ήσυχο σπίτι και μόλις ξαπλώνετε και κλείνετε τα μάτια σας ν’ ακούτε τη χαλασμένη βρύση –για την οποία αμελήσατε να καλέσετε τον υδραυλικό- να στάζει… Τιπ, ταπ, ταπ, τιπ, ταπ, τιπ, τιπ…
Την επόμενη φορά που θα σας συμβεί μην εκνευριστείτε. Μπορείτε να κάνετε κάτι πολύ καλύτερο –αφού δε θα μπορείτε να κοιμηθείτε: Να μελετήσετε τη θεωρία του χάους!
Το μόνο που χρειάζεστε είναι ένα ατομικό ρολόι. Δεν μπορεί, κάπου θα έχετε ένα: Μέσα στο συρτάρι ή στο επιστημονικό σας εργαστήριο. Αν δεν έχετε πεταχτείτε μέχρι το περίπτερο ή το Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. «Δημόκριτος» για να δανειστείτε ένα.
~~
Οι εκνευριστικές σταγόνες μπορούν να πέφτουν με δύο τρόπους: Είτε με κανονικό ρυθμό (τιπ, ταπ, τιπ, ταπ) είτε με χαοτικό (τιπ, ταπ, τιπ, τιπ, τιπ… ταπ, τιπ… ταπ… κλπ)
Σας φαίνεται αστείο να ασχοληθείτε μαζί τους;
Κι όμως, το 1978, μια ομάδα νεαρών φοιτητών στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας πέρασαν τα καλύτερα τους χρόνια προσπαθώντας να προβλέψουν την περιοδικότητα της πτώσης των σταγόνων της βρύσης.
Και κατέληξαν στο εξής συμπέρασμα: Αν γνωρίζεις επακριβώς τους χρόνους πτώσης των τριών πρώτων σταγόνων τότε μπορείς να προβλέψεις επακριβώς και το μέλλον του συστήματος εις τον αιώνα τον άπαντα!
Σε αυτό το «επακριβώς» υπεισέρχεται και η θεωρία του χάους, που καθιστά αδύνατη την πρόβλεψη του καιρού, των ζαριών, των ιπποδρομιών, του ποδόσφαιρου, των κοινωνικών εξεγέρσεων και της οικονομίας.
~~
Οι φοιτητές, που είχαν ένα πολύ καλό ατομικό ρολόι, βρήκαν ότι αν μετρήσουν την περιοδικότητα της πτώσης των τριών πρώτων σταγόνων με ακρίβεια εννιά δεκαδικών ψηφίων (0,000000001 δευτερόλεπτα) μπορούν να προβλέψουν το μέλλον των επόμενων… εννιά σταγόνων!
Για να ξέρουν τι θα συμβεί μετά από –για παράδειγμα- δυο μέρες (ένα δισεκατομμύριο σταγόνες) θα έπρεπε να έχουν ένα ρολόι που να μετράει το 0,00000000000000000000000000000000000000000……… (θα χρειαζόμουν πάρα πολύ χώρο για να γράψω ένα δισεκατομμύριο μηδενικά).
Αυτή η αδυναμία πρόβλεψης ξεπερνιέται –κατά κάποιο τρόπο- με τη βοήθεια των παράδοξων εκλυστών.
~~{}~~
Αφού δεν μπορούμε να κοιμηθούμε, με αυτές τις χαοτικές σταγόνες να συνεχίζουν να πέφτουν, ας πάμε να φτιάξουμε ένα κέικ.
Για να φτιάξουμε κέικ χρησιμοποιούμε το μίξερ, το οποίο έχει δύο απολύτως προβλέψιμα (νευτώνεια) χτυπητήρια. Αυτά δεν μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο από το να γυρνάνε γύρω-γύρω. Αν εσείς τύχει να τα δείτε να κάνουν κάτι διαφορετικό, όπως να χορεύουν τσα-τσα, τότε καλύτερα να κόψετε τα ναρκωτικά.
Τα υλικά όμως που χρησιμοποιούμε για το κέικ συμπεριφέρονται, μέσα στον κάδο, τελείως χαοτικά.
Φανταστείτε ότι μπορείτε να δείτε έναν-έναν όλους τους κόκκους της ζάχαρης που ρίξατε στο μπολ. Καθώς τους χτυπάνε τα χτυπητήρια άλλος πηγαίνει δεξιά, άλλος αριστερά κι άλλος για Μυτιλήνη. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε προς τα πού θα κινηθούν οι κόκκοι της ζάχαρης ούτε τα μόρια του αυγού ή του λιωμένου βουτύρου.
Όμως μετά από λίγο χτύπημα το αποτέλεσμα είναι φαινομενικά πάντα ίδιο και μοιάζει –με λίγη φαντασία- με τις θίνες της ερήμου.
Μέσα από το χάος προκύπτει οργάνωση, τάξη.
Ο «παράδοξος ελκυστής» είναι αυτό που κάνει τους τυφώνες, τους γαλαξίες και τους σχηματισμούς στον καφέ σας να είναι πάντα σπειροειδείς.
~~{}~~
«Και τι σημασία έχουν όλα αυτά;» θα με ρωτήσετε.
Πολύ μεγάλη αν θέλετε να έχετε πραγματικά αστραφτερά πιάτα.
Μια ομάδα μαθηματικών και φυσικών προσπάθησε να βρει τρόπο να χρησιμοποιήσει το «φαινόμενο της πεταλούδας» (που πιο επιστημονικά λέγεται «ευαίσθητη εξάρτηση από τις αρχικές συνθήκες») προς όφελος μας. Κατέληξαν στον «χαοτικό έλεγχο» και στο… χαοτικό πλυντήριο πιάτων!
Το χαοτικό πλυντήριο πιάτων είναι μια ιαπωνική εφεύρεση.
Σε αυτό οι βραχίονες που εκτοξεύουν νερό κινούνται χαοτικά (σταματάνε ξαφνικά, ξεκινάνε όποτε τους έρθει, άλλοτε γυρνούν πιο αργά, άλλες φορές πιο γρήγορα) και ρίχνουν νερό εξίσου χαοτικά (όχι με την ίδια πίεση όλη την ώρα).
Το αποτέλεσμα είναι πεντακάθαρα πιάτα, πολύ καλύτερα από αυτά που βγάζετε από τα βαρετά συνηθισμένα πλυντήρια σας, με κατανάλωση λιγότερης ενέργειας.
~~{}~~
Η θεωρία του χάους έχει πολύ μεγάλη σχέση και με το άδειο σας ψυγείο, αφού η ποσότητα των τροφίμων που βάζετε ή δε βάζετε εκεί μέσα εξαρτάται απόλυτα από την οικονομική σας κατάσταση, που με τη σειρά της εξαρτάται από την οικονομικο-κοινωνική κατάσταση της χώρας σας.
Ας κάνουμε μια σύντομη χαοτική θεώρηση της εξέγερσης, αφού φάγαμε πολύ κέικ και η ζάχαρη μας κρατάει ξύπνιους –άσε τη βρύση.
~~
Όπως απέδειξαν οι μαθηματικοί της μη γραμμικής δυναμικής (οι θεωρητικοί του χάους) για να προβλέψεις επακριβώς πώς θα κινηθεί, πώς θα μεταβληθεί ένα χαοτικό σύστημα πρέπει να ξέρεις τα πάντα για κάθε ένα στοιχείο του (για κάθε συνιστώσα του, για να είμαστε και πολιτικά επίκαιροι).
Το κατεξοχήν χαοτικό σύστημα είναι η ανθρώπινη κοινωνία, για τον απλό λόγο ότι αποτελείται από… ανθρώπους.
Ο ανθρώπινος παράγοντας είναι το πιο απρόβλεπτο στοιχείο –και έχουν γραφτεί πολλά βιβλία, έχουν φτιαχτεί πολλές ταινίες με βάση αυτή την αδυναμία πρόβλεψης.
~~
Ο άνθρωπος, το θεμελιώδες στοιχείο της κοινωνίας, είναι απρόβλεπτος. Ευτυχώς όμως υπάρχουν οι παράδοξοι ελκυστές, οι στατιστικολόγοι και οι οικονομολόγοι.
Δεν μπορούμε να προβλέψουμε τη συμπεριφορά του ενός ατόμου, αλλά μπορούμε να πιθανολογήσουμε για τη συμπεριφορά του συνόλου.
Για να συμβεί μια γενικευμένη κοινωνική εξέγερση, μια επανάσταση, πρέπει το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας να ξεπεράσει τα όρια του.
Δεν αρκεί να «τρελαθεί» ένας ή δέκα ή χίλιοι. Αυτό δεν είναι επανάσταση, είναι παράπλευρες απώλειες.
~~
Με αυτή τη λογική δουλεύουν οι κυβερνήσεις και τα κεφάλια (κεφάλαια) πίσω από αυτές:
Πιέζουνε τις καταστάσεις και εκμεταλλεύονται τους ανθρώπους μέχρι που να αντιληφθούν ότι η «αγελλάδα» (η πλειονότητα της) είναι έτοιμη να εκραγεί.
Τότε παραχωρούν λίγα προνόμια και δικαιώματα για να αποφύγουνε την έκρηξη ή δημιουργούν εξωτερικούς/εσωτερικούς εχθρούς ως αντιπερισπασμό.
~~{}~~
Όμως «μικρές μεταβολές στις αρχικές συνθήκες προκαλούν μεγάλες αλλαγές στην επακόλουθη συμπεριφορά».
Το φαινόμενο της πεταλούδας: «Η χρεοκοπία μιας μικρής βαλκανικής χώρας μπορεί, μετά από ένα μήνα, να προκαλέσει την κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας.»
Συνήθως δε συμβαίνει. Αυτό το γνωρίζουν καλά οι πολιτικοί, οι στατιστικολόγοι και οι οικονομολόγοι. Τις περισσότερες φορές το κέικ φουσκώνει –όπως και οι καταθέσεις των αργυραμοιβών που παίζουν ζάρια (με τις ζωές των ανθρώπων) στα υπόγεια ρετιρέ.
Όμως «συνήθως» δεν σημαίνει ποτέ.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
(Έμπνευση -και στοιχεία- για αυτό το κείμενο παρείχε στον Γελωτοποιό το βιβλίο: «Οι αριθμοί της φύσης», του Ian Stewart, από τις εκδόσεις Κάτοπτρο, μετάφραση Στέλιος Ζαχαρίου)

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών στον σύγχρονο βίο---Ευάγγελος Λεμπέση-Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ



Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών στον σύγχρονο βίο





H βλακεία, ως αντίθετο της ευφυΐας, χαρακτηρίζει ιδιαίτερα ορισμένους τύπους και ομάδες ανθρώπων που βλέπουν την εξουσία σαν πηγή εξυπηρέτησης ιδιοτελών συμφερόντων και πελατειακών διασυνδέσεων. Έτσι οι «βλάκες», εν αντιθέσει προς τους ευφυείς, επιδιώκουν, συνήθως με ανέντιμα, αθέμιτα ή και παράνομα μέσα, να εξυπηρετήσουν ιδιοτελή συμφέροντα εις βάρος του κοινού αγαθού. Το πρόβλημα τους ομως είναι ότι δεν διαθέτουν την διανοητική ικανότητα να διακρίνουν τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των ενεργειών τους στην κοινωνία και στον ίδιο τους τον εαυτό. Ο κύριος στόχος της μελέτης, η οποία διατρέχεται από ένα πολύ ιδιάζον χιούμορ, είναι να αναδείξει ουσιώδεις διαστάσεις και όψεις της παθογένειας της νεοελληνικής κοινωνίας, οι οποίες φαίνεται να είναι διαχρονικές και οπωσδήποτε σύγχρονες.
Ο κοινωνιολόγος Ευάγγελος Λεμπέσης διετέλεσε πολιτικός σχολιαστής, αρθρογράφος, καθηγητής Παντείου, αρχισυντάκτης πολλών εντύπων, διευθυντής ραδιοφωνικού σταθμού Αθηνών και πολλά άλλα, από το 1930 μέχρι το 1956 περίπου. Γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1906 και σπούδασε στη Γερμανία. Το δοκίμιο αυτό, που γράφτηκε στην αρχική του μορφή στην καθαρεύουσα το 1941, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 1941 στο νομικό περιοδικό «Εφημερίς των Ελλήνων Νομικών» και αναδημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 1976 στο νομικό περιοδικό «Διοικητική Δικαιοσύνη», αποτελεί μια κοινωνική κριτική εναντίον της διαφθοράς και της αναξιοκρατίας, και σήμερα κυκλοφορεί τόσο σε έντυπη όσο και σε ηλεκτρονική μορφή.
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΒΛΑΚΩΝ



Οι βλάκες ταξινομούνται σε δύο κύριες μεγάλες ομάδες, τελείως αντίθετες μεταξύ τους, και ακόμη άλλες τρείς παραλλαγές. Η πρώτη ομάδα βρίσκεται στις κατώτερες κοινωνικές βαθμίδες, κατέχει τις υποδεέστερες κοινωνικές θέσεις και αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης. Το ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στη δεύτερη ομάδα, οι βλάκες της οποίας κατέχουν σπουδαίες θέσεις στην κοινωνία. Με βάση την αρχή της ελαχίστης προσπαθείας, συνασπίζονται για να αντιμετωπίσουν μια ισχυρότερη δύναμη στο πρόσωπο των ολίγων ή του ενός, και οργανώνονται σε ομάδες, οι οποίες στην κοινωνιολογία ονομάζονται «κλίκες».

Αυτός ο τύπος ανθρώπου έχει μία μανία, να ανήκει σε οργανώσεις, πάσης φύσεως και όσο το δυνατό περισσότερες. Αυτό εξηγείται πρώτα πρώτα από την έλλειψη ατομικότητας, η οποία συνεπάγεται μία μεγάλη ευκολία αγελοποίησης. Εκτός τούτου, διακατέχεται συνεχώς από φόβο και πανικό μήπως περιέλθει σε οποιοδήποτε «περιθώριο». Αποτέλεσμα: Δημιουργείταιαυτόματη συρροή βλακών σε πάσης φύσεως οργανώσεις. Και εάν μεν οι οργανώσεις αυτές είναι συμφεροντολογικές, διατηρούν τουλάχιστον την σοβαρότητα των συμφερόντων τους. Εάν όμως είναι πνευματικές, συν τω χρόνω, περιέρχονται σε πλήρη βλακοκρατία.
Κατόπιν όλων τούτων επόμενο είναι ότι οι λεγεώνες των βλακών ωθούνται και υφίστανται ακατανίκητη έλξη από τις παντός είδους αγελαίες, αντιατομιστικές και ομαδιστικές οργανώσεις και θεωρίες, καθώς επίσης και από πάσης φύσεως παρεμβατισμό ή διευθυνομένη οικονομία. Έτσι εξηγείται και η ατελείωτη επιλογή βλακών στα ομαδικά συστήματα, η οποία με την βοήθεια μιας πολιτικής βίας κατοχυρώνεται και σαν πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς. Η ελευθερία της σκέψης (χρήσιμη μόνον σε εκείνους που διαθέτουν σκέψη) είναι για τους βλάκες ιδιαίτερα αντιπαθητική, διότι ασκούμενη από άλλους στρέφεται εναντίον τους, εναντίον των συμφερόντων τους και εναντίον των εξουσιαστικών θέσεων τις οποίες κατέχουν.
Με βάση τα παραπάνω είναι εύκολο να ερμηνευτεί και η ακατανίκητη τάση των βλακών προς πάσης φύσεως αγελαίες εμφανίσεις, κοσμικές συγκεντρώσεις, προβολή από τα Μ.Μ.Ε, διακρίσεις, τίτλους, «διπλώματα» και κάθε είδους «παράσημα». Και εδώ προκύπτει ένα μεγάλο ερώτημα: Από πού κι’ ως πού είναι δεδομένη η δυνατότητα της βλακικής αγέλης να δράσει με τρόπο αποτελεσματικό; Αυτό συμβαίνει κατά πρώτον διότι ωρισμένοι βλάκες κατέχουν θέσεις υποδεέστερες μεν, αλλά εντελώς «μοιραίες» στον κοινωνικό οργανισμό, ο οποίος στην πράξη βασίζεται στις κατώτερες του βαθμίδες. Στην πράξη, τα πρόσωπα των ανωτέρων βαθμίδων εξαρτώνται από τα κατώτερα και μερικές φορές μάλιστα αυτή η εξάρτηση παίρνει μορφές καθαρά εκβιαστικές. Για παράδειγμα, ένας υπάλληλος μπορεί να προωθήσει ή να ενταφιάσει μία υπόθεση σε μία υπηρεσία ή να καλύψει έναν εγγληματία σε μία αστυνομική αρχή, σε περίπτωση που τα κατώτερα πρόσωπα της ιεραρχίας είναι αλληλέγγυα προς αυτόν. Κατά δεύτερον οι «κλίκες» μπορούν να προωθήσουν τα μέλη τους σε ανώτερες βαθμίδες και να αναδείξουν τον εαυτόν τους, παρακωλύοντας αντίθετες ενέργειες υπερκειμένων παραγόντων για την προώθηση προσώπων αξίων και ικανών. Έτσι, τα δεδομένα της βλακοκρατείας κλιμακώνονται και η καταστάσεις διαιωνίζονται. Ενός βλακός ερχομένου, μύριοι έπονται. Διότι ένας βλάξ, εφόσον ανέλθει, θα προωθήσει πρόσωπα μόνον κατώτερα από τον εαυτόν του.
Οι βλάκες ταξινομούνται σε τρείς μεγάλες υποομάδες ή παραλλαγές. Η πρώτη παραλλαγήπεριλαμβάνει βλάκες και ανίκανους οι οποίοι ανέρχονται και επικρατούν ατομικά και καταλαμβάνουν θέσεις στις οποίες η ανεπάρκεια τους είναι τουλάχιστον ανεκτή αν όχι και πλεονεκτική. Πολλές φορές οι άνθρωποι αυτοί καταλαμβάνουν αξιώματα με τα οποία ουδέποτε θα καταδεχόταν να ασχοληθεί ένας σοβαρά απασχολούμενος άνθρωπος. Άλλοτε όμως μπορεί να γίνουν ακόμη και σοβαροί παράγοντες μίας κυβέρνησης ή ακόμη και πρόεδροι μίας Δημοκρατίας. Και βέβαια όλα τα αξιώματα διανθίζονται με διακρίσεις, παράσημα, δεξιώσεις κ.ο.κ. Για μία τέτοιου είδους άνοδο απαιτούνται ειδικά προσόντα: Πρώτον παντελής έλλειψη προσωπικότητας. Αυτή εκδηλώνεται με μόνιμη απουσία γνώμης πάνω στο οποιοδήποτε ζήτημα, με το φόβο της σύγκρουσης και της διαφωνίας, καθώς επίσης και με μία ολιγόλογη ανιαρότητα, η οποία μπορεί να εκληφθεί και σαν βαθύνοια ή σοβαρότητα, στην πραγματικότητα όμως οφείλεται απλά και μόνον στην απόλυτη έλλειψη πνεύματος. Με λίγα λόγια αυτού του τύπου οι βλάκες είναι σοβαροφανείς και διακρίνονται σε δύο υποομάδες: Αυτούς που «ψωνίζουν», δηλαδή αγοράζουν αλλά δεν πουλάνε, και αυτούς που «σνομπάρουν».
Αυτοί που «ψωνίζουν» έχουν έκδηλη στο πρόσωπο την βλακώδη πονηρία. Η εξυπνάδα ενός τέτοιου βλάκα συνίσταται στην πεποίθηση της ικανότητας του να κρύβει με μεγάλη επιμέλεια την ίδια του την εξυπνάδα. Έτσι λοιπόν αποφεύγει να μιλάει και περιορίζεται να ακούει τα λεγόμενα των άλλων, τα οποία μάλιστα συνοδεύει και με ένα εξυπνώδες ηλίθιο μειδίαμα. Αποφεύγει να απαντά, διότι βεβαίως δεν είναι «κουτός» για να εκτεθεί. Κατ’ αρχήν θεωρεί τον κάθε άνθρωπο εχθρό, ο οποίος καραδοκεί να του αρπάξει, με σκοπό να τον εκθέσει, όποια τυχόν εκδήλωση του ξεφύγει κατά λάθος. Γι’ αυτό και ένας τέτοιος τύπος είναι όλη την ώρα ιδιαίτερα προσεκτικός. Τον καθένα που εκφράζεται με γνώμες και απόψεις τον θεωρεί αναμφισβήτητα βλάκα, ενώ ο ίδιος φροντίζει να κρύβει με επιμέλεια την ευφυϊα του πίσω από ένα συγκαταβατικό μειδίαμα. Για τους διανοούμενους, και ιδίως για αυτούς που αγωνίζονται, τρέφει απέραντη περιφρόνηση και τους αντιμετωπίζει με συγκρατημένη αυτοπεποίθηση, συγκατάβαση και μετριόφρονα υπεροχή.
Αυτοί που «σνομπάρουν» αποτελούν μία πραγματική κοινωνική μάστιγα. Αυτοί, ως επί το πλείστον, μιλούν πολύ και περιπλέκουν με υπέρμετρο στόμφο πράγματα μικρά, προφανή και αυτονόητα που τα παρουσιάζουν για μεγάλα, δυσνόητα και σπουδαία. Διανθίζουν μάλιστα και το πομπώδες ύφος τους με μία στάση προστατευτική, η οποία ζητά να κατακτήσει την συμπάθεια του κόσμου, ενώ στην πραγματικότητα μοναδικό σκοπό έχει να υποτιμήσει τους άλλους.
Στη δεύτερη παραλλαγή εντάσσονται οι λεγόμενες χρυσές μετριότητες, οι οποίες μέσα σε μία στοιχειώδη εξυπνάδα αποφασίζουν να υποδυθούν ότι είναι βλάκες, να κάνουν δηλαδή την «πάπια», όπως λέει και ο λαός. Είναι δηλαδή κάποιοι στοιχειωδώς ευφυιείς οι οποίοι υποκρίνονται, διότι, ζώντας ανάμεσα σε τελείως βλάκες, ξέρουν ότι, αν η στοιχειώδης ευφυία τους αποκαλυφθεί, η παρουσία τους κινδυνεύει να γίνει ασύμφορα προκλητική. Αυτός ο ρόλος βέβαια είναι ιδιαίτερα δύσκολος. Πρώτα πρώτα, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να κρύψει κανείς την οποιανδήποτε πνευματική ή ψυχική ζωή του και τις αναπόφευκτες αντανακλάσεις της όποιας εσωτερικότητας στην εξωτερική του εμφάνιση. Έτσι η παρουσία ενός στοιχειωδώς ευφυιούς, που δεν διαθέτει και ιδιαίτερο υποκριτικό ταλέντο και προσπαθεί να κάνει την «πάπια», εκπέμπει μία αύρα ανθρώπου σε κατάσταση άμυνας ή φυγής και στη χειρότερη περίπτωση ζώου σε κατάσταση πανικού. Τα αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα της απέχθειας και του φόβου για τους απέναντι, της αποφασιστικότητας να ξεπεράσει τον εαυτό του αλλά και της αυτοαπόρριψης για τον συμβιβασμό που κάνει, προδίδουν την επί της ουσίας αδυναμία του να συναγωνιστεί τους «άλλους». Άλλωστε, οι άλλοι, ως γνήσιοι βλάκες, δηλαδή φτωχοί στο πνεύμα και επίπεδοι στο συναίσθημα, διαθέτουν τέτοιο ένστικτο καχυποψίας, εξ αιτίας του οποίου η κάθε προσπάθεια του στοιχειωδώς ευφυϊούς για να υποκριθεί ματαιώνεται και η κάθε πραγματική του ειλικρίνεια εκλαμβάνεται σαν υποκρισία.
Ο βλάκας έχει την ένστικτη καχυποψία τόσο ανεπτυγμένη, ώστε αδυνατεί να αναγνωρίσει και να εννοήσει συλλογισμούς και ευφυϊείς υπολογισμούς που βασίζονται στην διάννοια. Για τον βλάκα ο μηχανισμός της διάννοιας είναι ξένος και νοητικά απροσπέλαστος. Απέναντι στη σκέψη των άλλων αισθάνεται άοπλος και ανυπεράσπιστος. Έτσι, μία μόνον άμυνα διαθέτει, όπως ακριβώς ένα άγριο ζώο ή ένας πρωτόγονος άνθρωπος: Την ένστικτη καχυποψία. Η καχυποψία και η απότοκος αυτής πονηρία λειτουργούν τελικά αντίθετα από την διάννοια και κόντρα σε αυτήν, παρά το γεγονός ότι, εξελικτικά, η διάννοια δεν είναι κάτι το οποίο αναπτύσσεται αντίθετα ή ανεξάρτητα από το ένστικτο, αλλά αποτελεί εμπλουτισμό του ενστίκτου με λογικά μέσα. Πονηρία είναι η ενεργητική όψη και το δεύτερο στάδιο της καχυποψίας, η πονηρία δηλαδή συνεπάγεται δράση. Δράση όμως κατά κύριον λόγο αμυντική, η οποία προϋποθέτει ένα ζώο πνευματικά αμήχανο και ενστικτωδώς πανικόβλητο. Ως εκ τούτου δε, και εξαιρετικά επικίνδυνο. Η βλακώδης ποιότητα συλλογισμών και συμπερασμάτων προάγει την παθητική άμυνα που λέγεται καχυποψία σε ενεργητική άμυνα και δράση εναντίον «υπόπτων»… Εκτός αυτού, βλακώδεις συλλογισμοί και συμπεράσματα έρχονται να τεθούν σε πρακτική εφαρμογή και να δραστηριοποιήσουν μεθόδους ανάλογης πνευματικής υποστάθμης, όπως κολακεία, ψεύδος, ραδιουργία, κλάψα και επαιτεία, προσφορά υπηρεσιών με ανήθικο περιεχόμενο, χαφιεδισμό, χειροφιλήματα, εκφωνήσεις λόγων, συρραφή κολακευτικών στίχων και ό,τι άλλο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, ανάλογα με την περίσταση. Αυτή η τελευταία θετική και προσοδοφόρα χρησιμοποίηση της πονηρίας ονομάζεται επιτηδειότης. Και εδώ συμβαίνει και πραγματοποιείται το εξής καταπληκτικό: Η ευτέλεια και η διανοητική κατωτερότητα των κολακευομένων προσδίδει μεγάλη δύναμη στα βλακώδη μέσα, τόσο μεγάλη ώστε οι βλάκες, με την λεγόμενη επιτηδειότητά τους, καταφέρνουν τελικά και πετυχαίνουν τον σκοπό τους, προωθούνται και επικρατούν.
Εδώ βεβαίως τίθεται ένα πάρα πολύ μεγάλο ερώτημα: Ποιά υποκατηγορία βλακών είναι η πλέον επικίνδυνη για την κοινωνία, αυτή που διαπράττει όλα όσα αναφέραμε παραπάνω ή εκείνη που θεωρεί ως ευφυείς όλους αυτούς τους επιτήδειους βλάκες; Με άλλα λόγια ποιός είναι περισσότερο βλάξ, ο κολακεύων ή ο κολακευόμενος; Όπως όμως και να έχει το ζήτημα, βέβαιον είναι ότι όλα τα μέσα της λεγόμενης επιτηδειότητας είναι εντελώς άσχετα με την ευφυϊα και ότι κανένας πραγματικά ευφυής δεν έχει καμία απολύτως ανάγκη να τα χρησιμοποιήσει από την στιγμή που η ευφυϊα αναμφισβήτητα δίνει στον κατέχοντα την δυνατότητα να πολεμήσει και να επικρατήσει με την αξία του. Ότι τα μέσα τα οποία χρησιμοποιούν οι επιτήδειοι είναι ευκολώτερα δεν αμφισβητείται. Ότι ο κολακευόμενος, εάν πιστέψει στην ειλικρίνεια του επιτηδείου είναι βλάξ, επίσης δεν αμφισβητείται. Είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί ότι, εαν ο κολακευόμενος είναι βλάξ, βλάξ θα είναι και αναγκαστικά και αυτός ο οποίος τον πείθει; Αλλοίμονο… Κανένας ευφυής δεν έχει μέχρι τώρα κατορθώσει να πείσει έναν βλάκα και καμία συνεννόηση δεν έχει επιτευχθεί μεταξύ ετερογενών εγκεφάλων. Δύο κεφαλές, για να συνεννοηθούν, πρέπει να είναι ή εξ ίσου κενές ή εξ ίσου πλήρεις. Κλασσική είναι η αποτυχία των ευφυών οι οποίοι κατά καιρούς αποπειράθηκαν να εισέλθουν στον ψυχοδιανοητικό κόσμο των βλακών. Και αλλοίμονο… Εάν οι βλάκες τυχαίνει κάποτε να είναι και ισχυροί εξουσιαστές των υψηλών αξιωμάτων, τραγική είναι η μοίρα των αποτυχόντων ευφυών. Τόσο τραγική μέχρι του σημείου να οδηγηθούν αυτοί οι άτυχοι στην απελπισία και καμιά φορά και στον τερματισμό της σταδιοδρομίας τους ή ακόμα και της ζωής τους. Αντιθέτως, ούτε ένα νέφος δεν διατάραξε ποτέ την σύμπνοια μεταξύ των ομοειδών εκείνων βλακών οι οποίοι θεωρούν τους ατυχήσαντες αυτούς ευφυείς αναμφισβητήτως βλάκες.
Η τρίτη παραλλαγή αποτελεί μία προχωρημένη μορφή της προηγουμένης. Εδώ εντάσσονται κάποιοι βλάκες-απατεώνες, συνοδευόμενοι μάλιστα από μία ακόμη βλακώδη υποομάδα, τους βλάκες-θαυμαστές των απατεώνων. Οι πρώτοι δεν διστάζουν να διακηρύττουν με κομψότητα, βάσει κάποιου λεγόμενου ωφελιμισμού, ότι η τιμιότητα είναι βλακεία. Όμως, αν ένας βλάκας καταφεύγει στην επιτηδειότητα λόγω των πενιχρών πνευματικών του μέσων, εξ αιτίας της ίδιας πενίας και έλλειψης θα καταφύγει και στην απάτη. Ως γνωστόν, απάτη είναι είτε η παρουσίαση ψευδών πραγμάτων ως αληθών, είτε και η απλή αποσιώπηση της αλήθειας. Από έναν τέτοιον ορισμό προκύπτει η επικρατέστερη άποψη των συνηθισμένων ανθρώπων ότι η απάτη επιτυγχάνει αφ ενός μεν λόγω της ευφυϊας του απατεώνα, αφ ετέρου δε λόγω της ευπιστίας του θύματος. Όμως, ο καθένας, ακόμη και ένας βλάκας, μπορεί να παρουσιάσει ψεύτικα πράγματα ως αληθινά. Η απάτη είναι ο διανοητικά ευκολώτερος δρόμος, γι’ αυτό και καταφεύγει σε αυτήν ο στερημένος από άποψη ευφυϊας. Αντιθέτως τα έντιμα μέσα είναι δυσκολώτερα, διότι προϋποθέτουν διανοητική ενέργεια και πραγματική ατομική αξία. Παρόλα ταύτα, μεταξύ των θαυμαστών των απατεώνων είναι ευρύτατα διαδεδομένη η αντίληψη ότι ένας απατεώνας όχι μόνον αποκλείεται να είναι βλάκας, αλλά οπωσδήποτε είναι ευφυής. Αυτή η αντίληψη προέρχεται από την «θεωρία» των βλακών περί της ευπιστίας. Πράγματι, είναι αλήθεια ότι ο βλακωδέστερος των βλακών θα μπορούσε να εξαπατήσει έναν Κάντ ή έναν Μπετόβεν. Κι’ αυτό διότι η ευπιστία, θεωρώντας εκ των προτέρων τα άλλα άτομα ως έντιμα και συνεπώς ευφυή, είναι το μεγαλύτερο τεκμήριο πνευματικής ανάπτυξης και πολιτισμού. Όμως οι βλάκες είναι εθισμένοι να «σκέπτονται» όχι με τον νοητικό μηχανισμό, τον οποίον άλλωστε δεν διαθέτουν, αλλά με χονδροειδείς και μόνον εξωτερικές εντυπώσεις. Δεν ερευνούν τις αιτιοκρατικές σχέσεις, αλλά εντυπωσιάζονται από το μεμονωμένο γεγονός μιας επιτυχημένης απάτης, και από ένα τέτοιο γεγονός συνάγεται με συνοπτικές διαδικασίες αφ ενός μεν η βλακεία του θύματος, αφ ετέρου δε η ευφυϊα του απατεώνος.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΒΛΑΚΩΝ


Eύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η παραγωγή βλακών δεν είναι ταξική. Η φύση δεν έδωσε σε μία ωρισμένη κοινωνική τάξη το επίζηλο αυτό προνόμιο. Καμία κοινωνική τάξη δεν στερήθηκε τους βλάκες και τον ιδιαίτερο κοινωνικό τους ρόλο. Η βλακεία δεν έχει ταξική πατρίδα. Ψυχολογικές είναι οι διαφορές που δημιουργούν τις ποικιλίες και τις παραλλαγές μεταξύ των βλακών που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και η εκάστοτε ανώτερη τάξη φαίνεται ότι έχει προικιστεί πλουσιοπάροχα με τους πλέον διασκεδαστικούς από τους τύπους αυτούς. Ο βλάκας της ανώτερης τάξης, με την φυσική ατροφία στον βουλητικό του κόσμο και χωρίς καμία δικιά του πνευματικότητα, λαμβάνει πολύ σοβαρά υπ’ όψιν του την ατελείωτη σειρά από τα «πρέπει» και τις απαγορεύσεις που του επιβάλλει η ευπρεπής του οικογένεια. Έτσι, μέσα στον ταξικό του κύκλο κερδίζει τον τίτλο του «καλού παιδιού», ενώ στην αντικειμενική διάλεκτο θα μπορούσε να αποκληθεί με επιείκεια «ευπρεπής» ή «καθώς πρέπει βλάξ». Αντίθετα, ένα παιδί του λαού ονομάζεται σε αντίστοιχη περίπτωση, κατά κυριολεξία και χωρίς επιείκεια, πολύ απλά και πολύ λαϊκά και εντελώς απερίφραστα «κόπανος». Και στα πλαίσια της κατώτερης κοινωνικής τάξης τα πράγματα είναι για τον βλάκα πάρα πολύ πιο δύσκολα. Ένας βλάκας ανώτερης κοινωνικής τάξης απολαμβάνει στην μαθητική του ηλικία όλη την μορφωτική αγωγή και περιποίηση, που τον κάνουν να παραμένει ψυχολογικά αμείωτος. Αυτό όμως σε πρεσβύτερη ηλικία επαυξάνει την γελοία του αυτοπεποίθηση, του δίνει την δυνατότητα να φτάσει ανενόχλητος σε υψηλά κοινωνικά αξιώματα και η ατομική του ύπαρξη, ως μη ώφειλε, είναι γνωστή στην κοινωνία. Αντίθετα ένας βλάκας-παιδί του λαού χειραγωγείται πολύ σκληρά, τόσο από τους γονείς του, όσο και από τους δασκάλους του και τους συμμαθητές του στο σχολείο. Και αυτή η σκληρότητα μπορεί να τον φτάσει μέχρι την πλήρη ψυχολογική εξουθένωση με την υποτίμηση, τους προπηλακισμούς, τις φάρσες, τις ύβρεις και τις βιαιοπραγίες. Μετά από όλα αυτά βέβαια ο βλάξ των λαϊκών τάξεων είναι πάρα πολύ δύσκολο να ανέλθει στην κοινωνική κλίμακα, γι’ αυτό και, σε σύγκριση με τον γεμάτο αυτοπεποίθηση και έπαρση βλάκα των ανωτέρων τάξεων, είναι πολύ λιγώτερο γελοίος, συμπαθέστερος, σεμνότερος, εν πολλοίς άγνωστος και βεβαίως ακινδυνώτερος. Όπως και να έχουν τα πράγματα όμως, το πνευματικό προλεταριάτο πάσης ταξικής καταγωγής είναι ένα και ενιαίο.
ΤΕΛΙΚΑ ΜΗΠΩΣ Η ΤΙΜΙΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΒΛΑΚΕΙΑ;


Μετά από όλη αυτήν την θεώρηση των πραγμάτων, ένα μεγάλο ζήτημα που προκύπτει είναι η σχέση μεταξύ του βλάκα και του επιτήδειου ή και του απατεώνα. Με άλλα λόγια, η σχέση ανάμεσα στην τιμιότητα και την βλακεία ή ανάμεσα στην ανηθικότητα και την ευφυϊα. Οι περισσότεροι συνηθισμένοι άνθρωποι θεωρούν τον επιτήδειο και τον απατεώνα ενδεχομένως ανήθικους, τους κατατάσσουν όμως αναμφισβήτητα μεταξύ των ευφυϊών. Οι περισσότεροι συνηθισμένοι άνθρωποι διαχωρίζουν την ανηθικότητα από την βλακεία και το ήθος από την ευφυϊα. Όμως συμβαίνει εντελώς το αντίθετο: Ο επιτήδειος και ο απατεών είναι απλά και μόνον υποδιαιρέσεις του βλακός. Και ιδού πώς: Κανένας άξιος άνθρωπος δεν έχει ανάγκη την επιτηδειότητα και την απάτη για να προωθηθεί και να επικρατήσει. Κανένας άνθρωπος με πραγματική αξία δεν έχει ανάγκη να γίνει επιτήδειος ή απατεών. Η πονηρία αποτελεί φυσική ιδιότητα των βλακών και αναπτύσσεται σαν η μόνη εφικτή άμυνα, στην οποία η φυσική ατροφία του νοητικού μηχανισμού των βλακών επιτρέπει να αναπτυχθεί. Από αυτήν και μόνον την διαπίστωση προκύπτει ότι μόνον ένας άνθρωπος πνευματικά ανάπηρος έχει ανάγκη την επιτηδειότητα και την απάτη για να προωθηθεί και να επικρατήσει. Απόλυτη συνέπεια τηςπνευματικής αναπηρίας ενός βλάκα είναι άλλωστε όχι μόνον η αγελαία του τάση, όχι μόνον ηπροώθησή του, πλάτη με πλάτη, με την λεγεώνα των ομοίων του, αλλά και η έλλειψη αντίθετης γνώμης, η αποφυγή κάθε σύγκρουσης και κάθε μάχης, και η προσφυγή, αντί όλων αυτών, στα ευτελέστερα και ευκολώτερα μέσα της κολακείας, των εκδουλεύσεων, τηςεπιτηδειότητας και της απάτης. Εξ’ ού και έπεται το ακλόνητο τούτο δόγμα: Η ανηθικότητα αποτελεί αποκλειστικό προϊόν βλακείας.

Συγγραφέας: Ευάγγελος Λεμπέσης

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Ο άνθρωπος είναι απόλυτα ελεύθερος και γι’ αυτό είναι απόλυτα υπεύθυνος --Αφύπνιση Συνείδησης--


Ο άνθρωπος είναι απόλυτα ελεύθερος και γι’ αυτό είναι απόλυτα υπεύθυνος

Κανείς δεν μπορεί να υποδείξει στον καθέναν τι πρέπει να πράξει λέει ο Σαρτρ. Δεν υπάρχει καμιά συνταγή για το πώς οφείλουμε να ρυθμίσουμε τη ζωή μας. Καθένας από μας θα πρέπει να βασιστεί στο συναίσθημά του και στη λογική του, προκειμένου να διακρίνει ποιο είναι στην εκάστοτε δεδομένη στιγμή το ηθικό χρέος του.
«Είναι και το Μηδέν» (L‘ être et le néant)

Αποδεχόμενος να αποφασίσει μόνος του ένας άνθρωπος είναι υποχρεωμένος συγχρόνως να αναλάβει ολόκληρη την ευθύνη για τις συνέπειες της όποιας απόφασής του.


Το 1943, σε ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του «Το Είναι και το Μηδέν», ο Σαρτρ ανέπτυξε τις σκέψεις του πάνω σε έννοιες όπως η ανθρώπινη συνείδηση, η ελευθερία του ατόμου και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Το 1946, και αφού είχε εστιάσει την προσοχή του στον άνθρωπο, αποφάσισε να αναδείξει στο επόμενο του έργο, «Ο Υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός», το θέμα της κοινωνικής υπευθυνότητας. Έτσι, καταπιάστηκε με την έννοια της ελευθερίας όχι μόνο ως αξία ή ως στόχος αλλά σαν αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης που συνεπάγεται την κοινωνική υπευθυνότητα.


Η εμπειρία του τρόμου, που προκαλεί στον άνθρωπο η απόλυτη ελευθερία του στην επιλογή των πράξεών του, τον αναγκάζει πολλές φορές να καταφεύγει σ’ αυτό που ο Σαρτρ ονομάζει κακή πίστη.


Πρόκειται για τη λήψη των αποφάσεών του βάσει ενός καθιερωμένου κώδικα αξιών, όπως, για παράδειγμα, η ιδεολογία, ο σεβασμός στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η δικαιοσύνη, η πίστη κλπ, σύμφωνα προς τις οποίες καλούμαστε να ρυθμίσουμε τη συμπεριφορά μας.


Αυτές οι αρχές αποτελούν, κατά τον Σαρτρ, ένα άλλοθι, για να μεταθέσουμε το βάρος της ευθύνης που πρέπει να αναλάβουμε, όταν, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε κάποιο ηθικό δίλημμα, είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε κάποια απόφαση.


Αν καθυστερούμε να πάρουμε μια δύσκολη απόφαση, σκεπτόμενοι με τρόμο τι θα συμβεί, το τελευταίο μας το προκαλεί η απόλυτη ελευθερία μας.


Η εξελικτική πορεία της ανθρώπινης ύπαρξης από το μηδέν προς το ον, κατά το Σαρτρ, δεν καθορίζεται από τίποτε άλλο εκτός από τον ίδιο τον εαυτό της. Καθένας από μας, υποστηρίζει ο Σαρτρ, μοιάζει να έχει ριχτεί τυχαία μέσα σε έναν αφιλόξενο κόσμο, όπου πρέπει μόνος, του να προσπαθήσει να δημιουργήσει την οντότητά του χωρίς τη συνδρομή άλλων, πέρα από τον εαυτό του και την αίσθηση της ευθύνης που έχει.


Ο αγώνας για την ελευθερία μας είναι ένας ανελέητος αγώνας, για να απαλλαγούμε από τους άλλους που επιχειρούν να αλλοτριώσουν την ύπαρξή μας καθιστώντας την αντικείμενο της συνείδησής τους. Με αυτή την έννοια, οι άλλοι είναι η κόλαση.

Ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα όντα από τη συνείδηση και την ελευθερία του. Σε αυτή την επιλογή του είναι μόνος, είναι απολύτως υπεύθυνος για την ελευθερία του και μάλιστα είναι υπεύθυνος για όλη την ανθρωπότητα. Η ελεύθερη επιλογή του είναι ηθικά μοναχική και πολιτικά υπεύθυνη.


Στο βιβλίο του Κριτική του διαλεκτικού λόγου (1960) ο Σαρτρ προσπαθεί να συμφιλιώσει τον υπαρξισμό με τον μαρξισμό, δεχόμενος κατ’ αρχήν πως ο μαρξισμός αποτελεί την ανυπέρβλητη φιλοσοφία της εποχής μας.


Η κριτική του Σαρτρ προς τη μαρξιστική θεωρία συνίσταται στη θέση ότι ο μαρξισμός υποτάσσει το άτομο σε έναν γενικότερο σκοπό που είναι μια αφηρημένη ιστορική σύλληψη που δεν έχει σχέση με την πράξη αλλά είναι προκατασκευασμένη και υποτιμά την ελευθερία του.


Έτσι, σύμφωνα με τις σαρτρικές θέσεις, ο μαρξισμός, η μόνη αξιόλογη ερμηνεία της ιστορίας κατ’ αυτόν, καταλήγει να είναι δογματικός και φορμαλιστικός επειδή δεν λαμβάνει υπόψη του τον υπαρξισμό, τη μόνη συγκεκριμένη προσέγγιση της πραγματικότητας. Ο υπαρξισμός πρέπει λοιπόν να ενσωματωθεί στον μαρξισμό, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η υπέρβαση του δογματισμού.


Η θέση του Σαρτρ υποστηρίζει πως η ιστορία είναι ανθρώπινη δημιουργία, η οποία εξαρτάται από τη δραστηριότητα ενός ελεύθερου υποκειμένου και, συνεπώς, έχει εξ ορισμού σκοπό.


Η θέση του Μαρξ συλλαμβάνει την ιστορία ως αναγκαία και καθορισμένη διαδικασία που εκτυλίσσεται ανεξάρτητα από την ανθρώπινη βούληση. Το κεντρικό στοιχείο του υπαρξισμού είναι ότι «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας» («L’existence précède l’essence»). Σύμφωνα λοιπόν με το τελευταίο η εξέλιξη του ανθρώπου δεν μπορεί να βασιστεί σε μια έτοιμη φόρμουλα. Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος και τίποτα δεν μπορεί να προσδιορίζει την επιλογή του αφού επιβαρύνεται από την ευθύνη της απόφασης του όχι μόνο απέναντι στο εαυτό του αλλά και απέναντι στην κοινωνία. Γράφοντας για τον άνθρωπο πως «είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος» ο φιλόσοφος τον έφερε αντιμέτωπο με τις πράξεις του, αποδίδοντάς του την αποκλειστική ευθύνη για αυτές.


Γιατί ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός;


Γιατί, όπως μας απαντάει ο Σαρτρ, δεν υπάρχει άλλος κόσμος από αυτόν της ανθρώπινης υποκειμενικότητας. Ο άνθρωπος δεν είναι κλεισμένος στον εαυτό του αλλά είναι παρών πάντα σε έναν ανθρώπινο κόσμο. Δεν υπάρχει ένα αυστηρό, άκαμπτο πλαίσιο όπου πρέπει να λειτουργεί μέσα σ’ αυτό το άτομο αφού το ίδιο το άτομο πρέπει να παίρνει τις αποφάσεις του με καλή πίστη δηλαδή ως προς το καλύτερο γι αυτό και την κοινωνία.


Ο Σαρτρ διαχωρίζει τη συνείδηση από τα πράγματα. Τα πράγματα υπάρχουν ανεξάρτητα και πριν την συνείδηση. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι τα πράγματα υπάρχουν χωρίς τη συνείδηση και ότι η συνείδηση υπάρχει χωρίς τα πράγματα. Τα πράγματα χωρίς τη συνείδηση έχουν υλικότητα ενώ η συνείδηση χωρίς τα πράγματα είναι τόπος κενός. Τα πράγματα είναι τα εν αυτω και αποτελούνται από το είναι.


Η συνείδηση είναι ανθρώπινη ύπαρξη,το μηδέν. Τα πράγματα είναι βίαια , σκληρές δυνάμεις που ορμούν πάνω στο υποκείμενο . Αλλά, σύμφωνα με τον Σαρτρ αν ένα ον είναι ελεύθερο είναι ελεύθερο πάντοτε σε όλες τις συνθήκες. Αν άνθρωπος είναι ελεύθερος είναι πάντα ελεύθερος. Είμαστε ελεύθεροι και όταν εκδηλώνουμε τη δειλία μας και αν φαινόμαστε θαρραλέοι. Βιώνοντας την ελευθερία μας επιλέγουμε τη μορφή και τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς μας. Κατά τον Σαρτρ ελευθερία είναι η δυνατότητα να είμαστε πράγμα διαφορετικό από αυτό που είμαστε.


Ο Χάιντεγκερ, άλλωστε, πίστευε ότι ο άνθρωπος γνωρίζει πραγματικά τον εαυτό του μόνο όταν αντιμετωπίζει το θάνατο ή μια μεγάλη συμφορά. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει την πιθανότητα της λανθασμένης επιλογής. Η επιλογή συνοδεύεται από «άγχος». Ο άνθρωπος που εκλέγει και δεσμεύεται και που έχει τη συναίσθηση πως δεν είναι μόνο αυτό που διάλεξε να είναι, αλλά κι’ενας νομοθέτης που εκλέγει ταυτόχρονα για τον εαυτό του και την ανθρωπότητα ολόκληρη, δεν είναι δυνατόν να ξεφύγει από το συναίσθημα της πλήρους και βαθειάς ευθύνης. Πάντως το υπαρξιακό άγχος της ηθικής της ευθύνης του Σάρτρ δεν αποτελεί «ένα παραπέτασμα που μας χωρίζει απο τη δράση, αλλά αποτελεί μέρος αυτής της ίδιας της δράσης.Υπάρχει πάντα μια δυνατότητα για τον δειλό να πάψει να είναι δειλός και για τον ήρωα, να πάψει να είναι ήρωας. Ο άνθρωπος προσδιορίζεται απο τη δράση του».


Οι αποφάσεις που παίρνει ένας επαναστάτης δεν θα εξαρτηθούν μόνο από το πόσο καλά ή άσχημα αντιλαμβάνεται τον Μαρξ, αλλά και από το ήθος του και την αντίληψη της πραγματικότητας. Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος στον βαθμό που κατανοεί την αναγκαιότητα και η ιστορία από μόνη της δεν έχει κανέναν σκοπό και κανένα νόημα παρά από αυτό που επιβάλλουν οι εκάστοτε συνθήκες. Η αναζήτηση της αλήθειας προσαρμόζεται κάθε φορά στις καταστάσεις. Ο εύκολος δρόμος είναι να ακολουθείς θεϊκές εντολές ή κοινωνικές επιταγές ερήμην της πραγματικότητας



Στοιχεία: Παλιότερα άρθρα για τον Σαρτρ και τον υπαρξισμό
Πηγή: anthologion.gr

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

Όταν μια γυναίκα αγαπάει---Της Χαράς Μαρκατζίνου | ©TherapyWave.eu



Όταν μια γυναίκα αγαπάει
Της Χαράς Μαρκατζίνου | ©TherapyWave.eu
Όταν μια γυναίκα αγαπάει
Γίνεται η ανάσα σου, το φως σου, το καταφύγιό σου.
Είναι η αγκαλιά, η στοργή το χάδι.
Κοιτάει το πρόσωπό σου και διακρίνει τα μάτια σου, το χαμόγελό σου, ακόμα και μέσα στο σκοτάδι…
Ξυπνάει το ξημέρωμα και χαϊδεύει το λακκάκι που έχεις στο πηγούνι σου και γεμίζει χαρά βλέποντάς σε να κοιμάσαι και να χαμογελάς.
Σε κάνει να γελάς με την καρδιά σου.
Είναι η αλήθεια σου και γίνεται ο καθρέφτης σου.
Είναι δίπλα σου γιατί θέλει εσένα, όπως είσαι, χωρίς να προσπαθεί να σε αλλάξει.
Σου προσφέρει τη φροντίδα της στον αχνιστό καφέ που θα σου φτιάξει το πρωί, στη γεύση από το αγαπημένο σου φαγητό, στο γλυκό που θα σε ταίσει στο στόμα, στην κουβέρτα που θα σε σκεπάσει το βράδυ…
Ξαγρυπνάει στο πλάι σου όταν δεν είσαι καλά.
Σου αφήνει χώρο και χρόνο όταν ο ίδιος θέλεις να κλειστείς στον εαυτό σου.
Σου γιατρεύει τις πληγές.
Σου δίνει φτερά για να πετάξεις.
Είναι το λιμάνι σου κι όχι η άγκυρα που θα σε βαλτώσει σε μια καθημερινότητα που μακριά της δε μπορείς να ξεφύγεις.
Σου χορεύει, σου τραγουδά, σε ταξιδεύει.
Θα βρει εκείνο το τραγούδι, εκείνο το στίχο για να σου πει πόσο σε θέλει…
Θα σου κρατήσει το χέρι όταν φοβηθείς, κι ας μην τολμάς να το παραδεχτείς…
Δε θα σε κάνει ποτέ δεκανίκι για τις δικές της ανασφάλειες.
Γίνεται η γυναίκα που σου χαρίζει πάθος, ηδονή, καύλα…
Είναι δίπλα σου όταν της το ζητήσεις μα και για τις φορές που θα διστάσεις, θα σου χαρίσει απλόχερα το νοιάξιμο, το χάδι.
Καταλαβαίνει πώς νιώθεις μόνο κοιτώντας σε στα μάτια, πίσω από τις λέξεις που λες ακόμα κι όταν επιλέγεις τη σιωπή.
Είναι τόσο ευαίσθητη και δυνατή συνάμα.
Δε θα σου χαριστεί, μα θα σταθεί δίκαια δίπλα σου κι όχι  απέναντί σου.
Όταν σου χαρίσει απλόχερα την αγάπη της να ξέρεις πως δε θα είναι από αδυναμία ή ανασφάλεια, μα γιατί έχει τη δύναμη να δίνει.
Γίνεται συνοδοιπόρος στο ταξίδι, συμμέτοχος στη χαρά, στη λύπη, στο γέλιο, συμπαραστάτης σε κάθε πρόβλημα.
Όταν μια γυναίκα αγαπάει είναι ευλογία, είναι χαρά.
Ξέρει πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για να φύγει, αν χρειαστεί.
Αν συναντήσεις ποτέ μια γυναίκα που αγαπάει, να της φερθείς όπως της πρέπει. Να την τιμήσεις, να την σεβαστείς, να την ποθήσεις, να την αγαπήσεις με όλη σου την καρδιά.
Νιώσε ευλογημένος που σου δίνει το θησαυρό της αγάπης, κράτησε το χέρι της και ταξίδεψε στο δρόμο της ζωής… 
© Χαρά Μαρκατζίνου

©TherapyWave.eu 

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Έρευνα – κόλαφος στην φεμινιστική προπαγάνδα: Πολύ πιο ευτυχισμένες οι νοικοκυρές από τις γυναίκες καριέρα-ς---olympia

Έρευνα – κόλαφος στην φεμινιστική προπαγάνδα: Πολύ πιο ευτυχισμένες οι νοικοκυρές από τις γυναίκες καριέρας


Relampago Furioso (The New Modern Man) / ΚΟ
Μόλις έσκασε μια βόμβα πάνω στις φεμινίστριες. Ερευνητές βρήκαν ότι οι νοικοκυρές είναι πολύ πιο ευτυχισμένες από ό, τι οι «ισχυρές, ανεξάρτητες γυναίκες» με εκπαιδεύσεις και επαγγελματικές σταδιοδρομίες που τις έχουν μετατρέψει σε σκλάβες χρέους, επιχειρηματικά γρανάζια  και φορολογούμενες δούλες.
Αυτή η βρετανική μελέτη είναι μια μεγάλη απόδειξη ότι οι γυναίκες δεν χρειάζεται να «καθορίζονται» από το φεμινισμό ώστε να μπορούν να γίνουν σαν… άνδρες.
Έρευνα - κόλαφος στην φεμινιστική προπαγάνδα: Πολύ πιο ευτυχισμένες οι νοικοκυρές από τις γυναίκες καριέρας - Εικόνα1Το γεγονός ότι οι γυναίκες που μένουν στο σπίτι είναι πιο ευτυχισμένες από οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα είναι γροθιά στο πρόσωπο της 50ετούς φεμινιστικής προπαγάνδας που λέει στις γυναίκες ότι πρέπει να κυνηγούν το «τα θέλω όλα» lifestyle και χλευάζουν χρόνια το πρότυπο της νοικοκυράς γυναίκας.
Η φεμινιστική ιδέα είναι ότι το να είσαι νοικοκυρά δεν είναι μια δουλειά, ή είναι κάτι το «καταπιεστικό», και οι νοικοκυρές είναι «δούλες», μια ιδέα που στην πραγματικότητα κάνει διακρίσεις εις βάρος των γυναικών που βλέπουν θετικά τους παραδοσιακούς ρόλους των δύο φύλων.
Η έρευνα Liverpool Victoria, που πραγματοποιήθηκε στην Αγγλία, έδειξε ότι τα πιο ευτυχισμένα επαγγέλματα είναι αυτά που ιστορικά ήταν γεμάτα από γυναίκες υπαλλήλους:
Νοικοκυρές – 87,2% ευτυχισμένες Επαγγέλματα σχετικά με την φιλοξενία και τη διαχείριση εκδηλώσεων – 86,3% ευτυχισμένες Δημιουργικές τέχνες και σχεδιασμός – 84,4% ευτυχισμένες Φιλανθρωπικό έργο – 83,9% ευτυχισμένες Επαγγέλματα σχετικά με αναψυχή, αθλητισμό και τουρισμό – 83,7% ευτυχισμένες
Έρευνα - κόλαφος στην φεμινιστική προπαγάνδα: Πολύ πιο ευτυχισμένες οι νοικοκυρές από τις γυναίκες καριέρας - Εικόνα2Η Daily Mail πέταξε επίσης μια άλλη βόμβα, καθώς ανέφερε ότι τα κορίτσια καριέρας είναι συνήθως πολύ λιγότερα ευτυχισμένα από τις γυναίκες σε παραδοσιακά γυναικείους τομείς, και ένας μεγάλος αριθμός κοριτσιών καριέρας θα ήθελε να δώσει τη ζωή του στις «εταιρικές φυτείες» για να επιστρέψουν στην διαμονή στο σπίτι ως σύζυγοι και μητέρες. Τα ευρήματα αυτά είναι ενάντια στα 50 χρόνια φεμινιστικής προπαγάνδας:
Οι λιγότερο ικανοποιημένες εργάζονταν στο μάρκετινγκ, τη διαφήμιση και τις δημόσιες σχέσεις, με βαθμολογία ευτυχίας 53,8%. Κρατικές έρευνες έχουν επίσης δείξει ότι περισσότερο από το ένα τρίτο των μητέρων που πηγαίνουν στη δουλειά θα ήθελαν να εγκαταλείψουν τις δουλειές τους και να μείνουν στο σπίτι με τα παιδιά τους. Αλλά οι γυναίκες που μένουν στο σπίτι για να φροντίσουν την οικογένειά τους βρίσκονται κάτω από τη βαριά πίεση των δυτικών κυβερνήσεων για να βρουν δουλειά και να στείλουν τα παιδιά τους σε παιδικούς σταθμούς ή νταντάδες.
Έρευνα - κόλαφος στην φεμινιστική προπαγάνδα: Πολύ πιο ευτυχισμένες οι νοικοκυρές από τις γυναίκες καριέρας - Εικόνα3Οι νοικοκυρές δαπανούν περίπου 1 1/2 ώρα την ημέρα για να κάνουν την μπουγάδα, αλλά είναι πιο ευτυχισμένες από ό, τι οι καριερίστες.
Η έρευνα περιγράφει λεπτομερώς τη σημασία και την ποσότητα των εργασιών που εκτελούνται από τις γυναίκες που επιλέγουν να ασχολούνται με τα οικιακά. Παρακάτω το πώς ο διαιρείται η μέση ημέρα για μια νοικοκυρά, που δείχνει ότι οι εργασίες που κάνει κάθε άλλο παρά εύκολες είναι:
Φροντίδα παιδιών: 2 ώρες & 7 λεπτά Καθαριότητα: 1 ώρα & 47 λεπτά Αγορές: 1 ώρα & 20 λεπτά Κηπουρική: 1 ώρα & 2 λεπτά Μαγείρεμα: 1 ώρα & 44 λεπτά Πλυντήριο ρούχων: 1 ώρα & 28 λεπτά Διάβασμα παιδιών: 1 ώρα & 1 λεπτό Οδήγηση: 56 λεπτά Άλλο: 1 ώρα & 46 λεπτά
Ο φεμινισμός είναι ένας Δούρειος Ίππος για τους πραγματικούς στόχους του Πολιτιστικού Μαρξισμού. Λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της μακιαβελικής πολιτικής, χρησιμοποιώντας την υποκρισία και την πονηριά προκειμένου να αποκρύψει τους πραγματικούς στόχους των εξουσιαστών.