Η καταγωγή της Πελασγικής Ελληνικής Φυλής, κατά τον Αριστοτέλη
Γράφει ο Αρχαιογνώμων
«Δεν προήρχοντο από το σπέρμα, αλλά αντιθέτως το σπέρμα προήλθε από αυτούς» .
(Αριστοτέλης: Μετά τα Φυσικά, 7,30)
«Είναι φυτά τ’ ουρανού οι Έλληνες, και όχι της γης, γιατί στον ουρανό Βρίσκονται οι ρίζες τους. Τους ανέθρεψε η Αθηνά«.
(Πλάτωνας Τίμαιος 23 d – e).
Για την δημιουργία και τη λειτουργία του κόσμου, ο Αριστοτέλης θεμελιώνει την δική του επιστημονική άποψη και υποστηρίζει το αιώνιον «γίγνεσθαι».
Δεν έχουμε το δικαίωμα να σκεφτόμαστε την ύλη χωρίς μορφή, ούτε τη μορφή χωρίς ύλη. Η σχέση ύλης – μορφής είναι άμεση. Η ύλη είναι τόσο αγέννητη όσο και η μορφή. Και τα δύο είναι αιώνια.
Ότι γεννιέται ήδη υπάρχει μέσα στο «γίγνεσθαι» και αποτελεί την λειτουργία από μία ύλη και μία μορφή να προκύπτει μία νέα ύλη και μία νέα μορφή. Το «γίγνεσθαι» δηλαδή η συμπαντική μηχανή, είναι η μετάβαση από μία δυνατότητα σε μία πραγματικότητα, μέσω της κίνησης.Όμως όλα αυτά είναι αιώνια.
Η «κινητική αρχή» δεν άρχισε ποτέ, είναι νόμος που υπάρχει από πάντα και έχει σαν ουσία της την καθαρή ενέργεια. Αυτή η «αρχή» είναι εντελώς άϋλη, απόλυτα καθαρή, ολοτελής και πλήρης στον έλεγχο της λειτουργίας του παντός. Αυτή είναι το απόλυτο Πνεύμα που ορίζει την ιδιότητα του Θεού.
Όμως, τι είναι αυτή η αιώνια ενέργεια της «κινητικής αρχής»; Είναι η καθαρή νόησις του εαυτού της. Ο Συμπαντικός «Νους» καταλαβαίνει τον εαυτό του, όταν η Θεότητα «στοχάζεται τον εαυτό της». Είναι «Νόησις Νοήσεως».
Ο Θεός μόνον, το θείον μπορεί να σκέφτεται, μόνον δηλαδή τον Εαυτό του. Ο κόσμος μόνον από το θείον προέρχεται και στο θείον ανήκει. Η ζωή κάθε μορφής ύλης είναι ενέργεια του πνεύματος και ο άνθρωπος είναι το μοναδικό έμψυχο ζώον της φύσεως που μετέχει, στο πνεύμα της δημιουργίας, είναι δηλαδή «μέτοχος Θεού».
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Πιο διαφωτιστικό για την εξωγήινη προέλευση του Έλληνα, αναφέρεται στην ουσία Ιχώρ. Για την ουσία Ιχώρ ( ή Ιγώρ), έχουμε αρκετές αναφορές από τους Έλληνες σοφούς- επιστήμονες, όπως τον Όμηρο και τον Πλάτωνα. Είναι η ουσία που κυκλοφορούσε στο αίμα των Ελλήνων Θεών και τους ξεχώριζε από τους κοινούς θνητούς ώστε να γράψει ο Όμηρος:
«ρέε δ’άμβροτον αίμα θεοίο, ιχώρ, οις περ τε ρέει μαχάρεσση θεοίσιν«
(Ιλιάς Ε 340 και Οδύσσεια 405).
Κατά τον Πλάτωνα: «Ο ιχώρ, το υγρόν, ο ορός του αίματος είναι απαλός, της μαύρης και οξείας χολής είναι δριμύς, όταν αναμειγνύεται ένεκα θερμότητος με αλμυρά συστατικά, τότε το ονομάζουμε οξύ φλέγμα»! (Πλάτων :Τίμαος,39,3)
Η άποψη πως το Ελληνικό γένος προέρχεται από άλλον πλανήτη δεν είναι καινούρια, αλλά έχει τις ρίζες της στους ένδοξους προγόνους μας, όπου κατά πολλούς ερευνητές είχαν αρκετά πιο προηγμένη τεχνολογία από αυτήν που κάποιοι θέλουν να πιστεύουμε.
Αναφορές για το γένος των Ελλήνων γίνονται από τον Αριστοτέλη, Πλάτων, Όμηρο αλλά και πολλούς ακόμη μέσα από τα κωδικοποιημένα για πολλούς κείμενά τους. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε πως με τον όρο Έλληνα δεν εννοούμε τον άνθρωπο όπου είναι γεννημένος στην Ελλάδα, καθώς ο Έλληνας είναι είδος.
Από την απώτερη αρχαιότητα, ο άνθρωπος κοίταζε τον ουράνιο θόλο και προσπαθούσε να μετρήσει τα αστέρια. Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο αριθμός των αστεριών είναι μεγάλος, αλλά όχι άπειρος, κι ένας παρατηρητής με οξύ μάτι μπορεί να μετρήσει το πολύ 25.000 άστρα, όταν οι ατμοσφαιρικές συνθήκες είναι καλές.
Η απεραντοσύνη όμως του ουρανού, ακόμη και κάτω από το φως της σύγχρονης γνώσης, είναι δεδομένη και πάντα προκαλούσε κι εξακολουθεί να προκαλεί δέος στον άνθρωπο. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε, η γνώση των άστρων και των αστερισμών και η επίκληση τους με συγκεκριμένα ονόματα, δημιουργεί στον άνθρωπο ένα αίσθημα ασφάλειας και ικανοποίησης.
Πολλά από τα ονόματα των αστεριών που χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα είναι ελληνικά. Και οι Έλληνες ήταν ίσως οι πρώτοι που έδωσαν ονόματα σε συστάδες αστεριών και δημιούργησαν καταλόγους αστέρων. Για αυτόν το λόγο μπορούμε να δηλώσουμε με βεβαιότητα πως η ιστορία της αστρονομίας άρχισε στην αρχαία Ελλάδα.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι κατά τη μυθολογία, ο Έλληνας θεός Ερμής ήταν ο πρώτος που παρατήρησε την τάξη στα πράγματα του ουρανού και υπολόγισε τη διάταξη των άστρων και τα διαστήματα των εποχών. Η πρώτη σαφής αναφορά για την έστω και στοιχειώδη γνώση των ονομάτων κάποιων άστρων και αστερισμών, προέρχεται από τον Όμηρο και συγκεκριμένα από τα επικά έργα του Ιλιάδα και Οδύσσεια, που γράφτηκαν τον 8ο π.Χ. αιώνα.
Στην Ιλιάδα, περιγράφοντας την ασπίδα του Αχιλλέα, ο Όμηρος κατονομάζει τις Πλειάδες, τις Υάδες, τον Ωρίωνα και τη Μεγάλη Άρκτο. Επίσης, παρομοιάζει την απαστράπτουσα περικεφαλαία και την ασπίδα του Διομήδη με το «φθινοπωρινό αστέρα», δηλαδή το Σείριο. Ο Σείριος, ως «κύων του Ωρίωνος» λόγω της θέσης του κοντά στον αστερισμό αυτό, χρησιμοποιείται και σε παρομοιώσεις που αφορούν τον Αχιλλέα και τον Έκτορα.
Στην Οδύσσεια, υπάρχουν αναφορές σε όλους τους παραπάνω αστέρες και αστερισμούς, π.χ. τον Βοώτη. Επίσης, σε αυτό το έπος συναντάμε και μια σαφέστατη αναφορά στις τροπές του Ήλιου «τροπαί η ελιοιο».
Από τις αναφορές λοιπόν του Ομήρου μπορούμε να συμπεράνουμε πως ήδη τον 8ο π.Χ. αιώνα, κάποιοι αστερισμοί, αλλά και κάποια ουράνια φαινόμενα ήταν γνωστά στους Έλληνες. Διάφοροι αστέρες είχαν κατονομαστεί και μάλιστα θεώρούνταν τόσο οικείοι, ώστε να χρησιμοποιηθούν σε παρομοιώσεις που αφορούσαν θεούς και ανθρώπους.
Ίσως οι πλανήτες να μην είχαν ακόμη διαφοροποιηθεί, μια και δεν υπάρχουν ενδείξεις για κάτι τέτοιο, ωστόσο θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν υπάρχουν και ενδείξεις που να υποδηλώνουν ότι κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν πολλές ενδείξεις ικανές να μας πείσουν όιι η συσχέτιση της κατάστασης του ουρανού και το πέρασμα του χρόνου στη γη ήταν ευρέως γνωστά, βάσει παρατηρήσεων.
Την ίδια εποχή με τον Όμηρο ή λίγο αργότερα, ο Ησίοδος, στο βιβλίο του «Έργα και Ημέραι», αναφέρει πολλούς επίσης αστερισμούς, που ο γεωργός πρέπει να συμβουλευτεί για τις καθημερινές ασχολίες του. Για παράδειγμα, συνιστά να αρχίζει ο θερισμός όταν ανατέλλουν οι Πλειάδες και η σπορά όταν πλησιάζουν σιη δύση τούς.
Ο Ησίοδος κάνει αναφορά σε όλους τους αστέρες και αστερισμούς που είχε κατονομάσει και ο Όμηρος, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στο Σείριο και στον Αρκτούρο. Στο «Έργα και Ημέραι», υπάρχουν επίσης τρεις αναφορές στα ηλιοστάσια. Μια φήμη μάλιστα λέει, ότι ο Ησίοδος έγραψε κι ένα έργο αποκλειστικά για τους αστερισμούς, που όμως χάθηκε όπως και πολλά άλλα από τα έργα του.
Ο Σείριος
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι Σείριος είναι το αστέρι που αναφέρεται σε όλες τις θρησκείες του κόσμου με τα ονόματα Σείριος, Σούρια, Σουρ, Σήειρ, Οσιρις κ.α. Από το Περού και το Μεξικό μέχρι την Αυστραλία και Ιαπωνία και από την Ισλανδία μέχρι την Ν. Αφρική, μια παράδοση ζει χιλιάδες χρόνια, παρά τις προσπάθειες εξαλείψεως της, για να θυμίζει στον άνθρωπο την σχέση του με το μακρινό αστέρι και πως οι θεοί – βασιλιάδες εποικιστές, έφεραν το σπέρμα της ζωής στον απόμακρο τούτο πλανήτη του γαλαξία μας.
θα γίνει προσπάθεια συσχετισμού της ζωής της γης με το μυστηριώδες αστέρι, όσο πιο πειστικά, με βάση τα στοιχεία από τις παραδόσεις των λαών της γης. Αυτοί οι λαοί παρά την τεράστια απόσταση του άστρου από την γη, ήτοι κατά τους αστρονόμους 8,8 έτη φωτός ή 83.255.040.000.000 χιλιόμετρα, γνωρίζουν παραδόξως πάρα πολλά γι’ αυτό το άστρο, που αποτέλεσε αντικείμενο λατρείας των αρχαίων λαών.
Αφετηρία εκκινήσεως, των θεών που εποίκησαν την γη υπήρξε ο Σείριος χωρίς να αποκλείουμε και την συμμετοχή πιο μακρινών άστρων. Αφετηρία των θεών Θεωρείται ο Σείριος και όχι κάποιο άλλο άστρο.
Αυτό δικαιολογείται αφού σε παγκόσμια κλίμακα ο Σείριος αποτέλεσε αντικείμενο λατρείας, λατρεία που χρονολογείται ταυτόχρονα με την εμφάνιση του ανθρώπου πάνω στην γη.
Παρά την τεράστια για τα ανθρώπινα δεδομένα απόσταση, ο Σείριος είναι ένα πολύ κοντινό άστρο για τα συμπαντικά δεδομένα και τους θεούς. Παρακάτω αναφέρονται τα ουράνια σώματα που αποτελούν το αστρικό σύστημα του Σείριου και πληροφορίες που τα αφορούν, σύμφωνα με τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα.
Σείριος Α΄
Είναι ένα άστρο τεραστίων διαστάσεων, ήλιος- γίγαντας σε σχέση με τον ήλιο του ηλιακού μας συστήματος.Είναι ένα πολύ λαμπερό αστέρι. Έχει ακτίνα 1,5 φορά μεγαλύτερη από τον ήλιο, η μάζα του είναι 2,5 φορές μεγαλύτερη από την μάζα ίου ήλιου και 35,5 φορές φωτεινότερος από αυτόν. Έχει θερμοκρασία επιφανείας 11.200C τόση όση είναι σε χιλιόμετρα η απόσταση μεταξύ Πυραμίδων Χέοπος και Γιουκατάν Μεξικού, αλλά τόση είναι σε μέτρα ανά δευτερόλεπτο και η ταχύτητα διαφυγής των σωμάτων από την έλξη της γης.
Σείριος Β’
Είναι βαρύ αστέρι, άσπρος νάνος, έχει χρώμα άσπρο και είναι αόρατος με γυμνό οφθαλμό. Ανακαλύφθηκε ΜΟΛΙΣ το 1862 με ισχυρό τηλεσκόπιο και τονίζω το έτος γιατί θα χρειαστεί πιο κάτω. Επί 50 χρόνια καλύπτεται από τον Σείριο «Α» και η ορατή περίοδος του είναι άλλα πενήντα (50) χρόνια. Είναι 65.000 φορές πυκνότερος από τον δικό μας ήλιο και έχει το 95% της μάζας αυτού ενώ είναι 10.000 φορές πιο σκοτεινός από τον Σείριο «Α»
Σείριος Γ’
«Το άγνωστο άστρο». Ο αστρονόμος Φόξ ισχυρίζεται ότι είδε τον Σείριο Γ΄ το 1920. Είναι τέσσερις φορές ελαφρύτερος από τον Σείριο Α΄ και κινείται όπως ο Σείριος Β΄. Έχει έναν δορυφόρο «Ε» που είναι ο πλανήτης του συστήματος που κατοικείται και από αυτόν ξεκίνησε ο εποικισμός της γης.
Ο πλανήτης αυτός επηρεάζεται καθ’ ολοκληρία από τον Συνοδό. Τα πενήντα χρόνια της περιόδου του Συνοδού είναι διάχυτα στην Ελληνική παράδοση.
H ύπαρξη του Σείριου ήταν γνωστή σε αρχαίους πολιτισμούς, ΠΡΙΝ ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ, όπως μαρτυρούν αρχαία κείμενα και αρχαίες παραστάσεις. Το «περίεργο» της όλης υπόθεσης, έγκειται στο οτι ο Σείριος Β΄ και ο Σείριος Γ΄ δεν φαίνονται με «γυμνό μάτι», γεγονός που προϋποθέτει την ύπαρξη φακού, τηλεσκοπίου ή κάποιου άλλου τεχνολογικού επιτεύγματος, για να διαπιστωθεί η ύπαρξή τους, ή κάποια επαφή των αρχαίων προγόνων μας με εξωγήϊνους και, γιατί όχι(;), την πιθανή καταγωγή τους από αυτούς…
Το Ελληνικό γράμμα «E» υπήρχε στην μετόπη του ιερού του Απόλλωνα, θεού φωτός, στους Δελφούς και συνέδεε την θεϊκή επιλογή του χώρου με την φυλή που τον λάτρευε, την θεϊκή φυλή των Ελλήνων οι ρίζες της οποίας υπάρχουν στον ουρανό στο άστρο E του Σείριου.
Αν πάρουμε την τροχιά του αστερισμού Σείριου Β΄ και την συνδέσουμε με τις τρεις οριακές θέσεις του με τον Σείριο Α΄, το γίγαντα άστρο του συστήματος, τότε έχουμε την εικόνα του Ελληνικού γράμματος «Ε».
Οι τρεις θέσεις που επιλέχτηκαν είναι οριακές θέσεις, ανατολή – δύση – ζενίθ του Σείριου Β΄, επειδή αποτελούν καθοριστικά σημεία της ορατής τροχιάς του γύρω από τον Α’ που διαρκεί 50 χρόνια.
Ο τελευταίος θεϊκός εποικισμός της γης έγινε από τον Δία το 25.000 πΧ και είχε αφετηρία το άστρο E του Σείριου που οι Ντόκον ονομάζουν «Αστρο της Δημιουργίας», (τυχαίο; αδύνατον).
Εάν δεν τους είχε δοθεί, δεν υπήρχε ούτε μία πιθανότητα στις χίλιες να το γνώριζαν. Η αστρική αποστολή του Δία και η αστροπολιτεία του, έπρεπε να δείχνουν το άστρο εκκίνησης τους και έπρεπε να είναι η κυρίαρχη εικόνα για λόγους ασφαλείας και αναγνώρισης.
Στην ενότητα μας "Αρχαίοι Έλληνες " μπορείτε να διαβάζετε και να μάθετε για τους λαμπρούς προγόνους μας!!!